Σάββατο 18 Ιουλίου 2009

Με αφορμή μια τελευτή...

Όταν ο άγιος Αρχιεπίσκοπος και ιατρός Λουκάς χειρουργούσε με επιτυχία κάποιον ασθενή του έλεγε: "Ο Θεός σε θεράπευσε χρησιμοποιώντας τα δικά μου χέρια".
Αυτή η ρήση αν γινόταν βίωμα των ιατρών πολλαπλά θα τους προστάτευε και από την έπαρση στις περιπτώσεις επιτυχούς διάγνωσης και θεραπείας, αλλά κυρίως από την απογοήτευση στις περιπτώσεις της αποτυχίας. Ο Θεός παρέχει άλλοτε την ίαση και άλλοτε την έξοδο από αυτή τη ζωή. Και στις δυο περιπτώσεις μπορεί όργανό του να είναι ένας ιατρός. Όργανο απλό, όσες περγαμηνές και πτυχία και ευφυΐα κι αν έχει.
Είμαστε θνητοί. Κάποια στιγμή θα φύγουμε από αυτόν τον κόσμο. Όσο κι αν αγωνιστούμε με τους καλύτερους γιατρούς, τα πιο εξελιγμένα φάρμακα, στις πιο σύγχρονες και εξοπλισμένες θεραπευτικές μονάδες, μ' όλο το ενδιαφέρον και την προσπάθεια ιατρών και νοσηλευτών, κάποια σχισμή τρωτή θα βρεθεί, από κάπου θα περάσει το χέρι του Θεού και θα δώσει τέρμα σ' αυτήν την πρόσκαιρη και ταλαίπωρη ζωή μας.
Η συμφιλίωση με τη θνητότητά μας και η αποδοχή έστω και θεωρητικά του θανάτου είναι ένα μεγάλο επίτευγμα και σημαντικότατο βήμα ωρίμανσης για κάθε άνθρωπο. Ακόμα πιο σπουδαίο είναι να σταθεί παλικαρίσια την ώρα του θανάτου ενός δικού του προσώπου και σαν τον Ιώβ να πει "Ο Κύριος έδωσε τη ζωή, ο Κύριος την αφαιρεί. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος".
Όσο για την ώρα του δικού μας θανάτου θάμαστε προετοιμασμένοι αν ήδη κάθε μέρα πεθαίνουμε ως προς το θέλημα και τα πάθη μας.

Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Μετά από πενήντα εννιά χρόνια

   Σεπτέμβριος 1950
   Μια εικοσάχρονη νεοδιορισμένη δασκάλα, μικροκαμωμένη, με κόκκινα μάγουλα, προερχόμενη από τη Λάρισα φθάνει στη Γερακώνα, που βρίσκεται δέκα περίπου χιλιόμετρα έξω από τη Γουμένισσα, στο όρος Πάικο της Κεντρικής Μακεδονίας. Τα τελευταία τρία χιλιόμετρα του ταξιδιού της από το γειτονικό χωριό τα κάνει περπατώντας... και αναλαμβάνει υπηρεσία.
   Είναι η πρώτη χρονιά που θα λειτουργήσει το σχολείο μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο. Φτώχεια, οξυμένα πάθη, δολοφονημένοι πατεράδες, έλλειψη των στοιχειωδών αγαθών και εκατόν τριάντα πέντε παιδιά που με δυσκολία μιλούν ελληνικά την περιμένουν. Στο σχολείο, που είναι ετοιμόρροπο, κάνει μάθημα κάθε πρωί στα παιδιά της Γ΄, της Δ΄ και της Ε΄ Δημοτικού και κάθε απόγευμα στην Α΄και Β΄. Το βράδυ κάνει μαθήματα σε μεγαλύτερα παιδιά και νέους που λόγω του πολέμου δεν έχουν μάθει γράμματα. Βοηθητικά βιβλία δεν υπάρχουν. Όλα τα μαθήματα πρέπει να γραφτούν στον πίνακα. Τις Κυριακές κάνει και το κατηχητικό σχολείο. Είναι υπεύθυνη για το καθημερινό συσσίτιο των παιδιών. Το Σάββατο το απόγευμα μαζί μ' ένα μικρό μαθητή της Γ΄,το Γιωργάκη, πηγαίνουν περπατώντας μέχρι τη Γουμένισσα για να αγοράσει τα απολύτως αναγκαία,π.χ. σπίρτα και κιμωλίες, και να διεκπεραιώσει την αλληλογραφία του σχολείου. Είναι και νοσοκόμα. Έχει μια θαυματουργή αλοιφή για όλα τα χτυπήματα και τα παράξενα σπυριά, την πενικιλίνη. Μαθαίνει στα κορίτσια και πλέξιμο και ράψιμο. Όλα τους την λατρεύουν. Είναι η αγαπημένη τους κυρία, η κυρία Αλεξάνδρα, που θα μείνει κοντά τους δυο χρόνια.
   Ιούλιος 2009
   Φθάνουμε με ΙΧ στη Γερακώνα ένα κυριακάτικο απόγευμα. Είναι χαρά Θεού! Περιποιημένα σπίτια, αυλές ξέχειλες από λουλούδια, ωραιότατα αμπέλια. Συναντάμε δυο ηλικωμένες γυναίκες στην αρχή του χωριού.
   "Καλησπέρα! Θέλουμε να βρούμε την κ. Σοφία Κ..." λέω. ΄Ερχονται κι οι δυο να με ρωτήσουν από πού ερχόμαστε.
   "Σας φέρνω μια παλιά δασκάλα. Ήταν εδώ πριν πενήντα χρόνια".
    Σκύβουν κι οι δυο περίεργες και σε μισό λεπτό την αναγνωρίζουν "...η κυρία Αλεξάνδρα!!". Κάθεται δίπλα μου στη θέση του συνοδηγού, γιαγιούλα πια, κάτισχνη αλλά γλυκύτατη. Έρχονται από δεξιά κι ανοίγουν την πόρτα, την φιλούν, την αγκαλιάζουν. Η μια την είχε δακάλα. Η άλλη δεν πήγαινε τότε στο σχολείο, αλλά την ήξερε από το Κατηχητικό. Είναι πολύ συγκινητική η στιγμή. Πάμε μαζί στο σπίτι της κυρά Σοφίας. Στη μητέρα της κ. Σοφίας είχε ζήσει η κ. Αλεξάνδρα τα δυο χρόνια της εδώ παραμονής της. Η κυρία Σοφία είναι στην πανέμορφη αυλή της. Κοντοστέκεται να δει ποιοι έρχονται.
   "Σοφία, η δασκάλα, η κυρία Αλεξάνδρα!" Κι άλλες θερμές αγκαλιές. Σε λίγο μαζεύονται κι ο κύρ- Θόδωρος κι ο κύριος Γιώργος κι η κυρά Κίτσα, όλοι μαθητές της. Τη φιλούν με χαρά κι ολοφάνερη ευγνωμοσύνη.
   Θυμούνται τα παλιά, τις δυσκολίες του τότε. Κι ύστερα ξεδιπλώνει καθένας την ιστορία του. Τι απέγινε, τι οικογένεια έκανε, ποιος ζει, ποιος πέθανε, κτλ. Η κυρία τους, η κ. Αλεξάνδρα, τους έχει περάσει όλους με εννιά παιδιά και είκοσι τρία εγγόνια.
   Κάνουμε και μια βόλτα στο χωριό. Το παλιό σχολείο έχει γκρεμιστεί. Έχουν φτιάξει καινούριο με μεγάλη αυλή. Η εκκλησία στέκεται πολύ περιποιημένη. Από τα παλιά σπίτια σώζονται ένα δυο. Τώρα το χωριό είναι πανέμορφο, έχει και σούπερ μάρκετ. Αυτοκίνητα πηγαινοέρχονται στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Οι συνταξιούχοι που το κατοικούν έχουν φτιάξει ωραιότατα σπίτια. Αλλά ...μόνο δυο μικρά παιδιά ζουν εδώ και πηγαίνουν σχολείο στη Γουμένισσα. Δάσκαλος δεν έρχεται πια στο χωριό...

   Αξέχαστη επίσκεψη με πολλά πολλά μηνύματα... η ξεχωριστή κυρία Αλεξάνδρα, η δασκάλα μ' όλη τη σημασία της λέξης που ανέλαβε δράση μέσα σε τεράστιες δυσκολίες και τις αντιμετώπισε με τιτάνειο κόπο και πολλή πολλή αγάπη και γι' αυτό σφράγισε τις ζωές των παιδιών της,
το ηθικό χρέος του δασκάλου, που δυστυχώς οι σημερινοί δάσκαλοι το έχουμε διαγράψει ως γνήσιοι επαγγελματίες,
η ώρα της δικαίωσης για την ογδοντάχρονη,
η ευγνωμοσύνη των μαθητών της που τώρα είναι κι αυτοί παππούδες και γιαγιάδες,
η αλλαγή του σκηνικού, τότε φτώχεια κι εκατόν τριάντα πέντε παιδιά, τώρα ευημερία και δυο παιδιά...
   Θεωρώ πολύ τυχερό τον εαυτό μου γιατί έζησα αυτές τις γλυκιές στιγμές ως συνοδός της κυρίας Αλεξάνδρας, της δασκάλας. Ήταν ένα από τα ωραιότερα απογεύματα της ζωής μου.


Η κ.Αλεξάνδρα ανάμεσα στις παλιές μαθήτριές της


Η χαρά της κ.Σοφίας δεν περιγράφεται. 
Υποδέχεται τη δασκάλα της στο όμορφο σπιτικό της.

Ο εννιάχρονος τότε Γιωργάκης που πήγαιναν μαζί για ψώνια στη Γουμένισσα, 
σήμερα ... εξηνταοχτάχρονος


Η κυρα-Κίτσα, μαθήτρια το 1950, μπροστά σ' ένα από τα παλιά σπιτάκια 

πνιγμένο στις πρασινάδες και τα λουλούδια


Πανέμορφες περιποιημένες αυλές στη σημερινή Γερακώνα