Κυριακή 28 Ιουνίου 2020
Ένας ανεκτίμητος θησαυρός
Τρίτη 23 Ιουνίου 2020
"Νεφύδριόν εστιν και θάττον παρελεύσεται"
Κυριακή 7 Ιουνίου 2020
Σαν σήμερα το τέλος του Τέλου
Ανάμεσα στα πολύ γενναία
παλικάρια του Μακεδονικού αγώνα ξεχωρίζει ο Καπετάν-Άγρας, ο Εύελπις από τους
Γαργαλιάνους της Μεσσηνίας, που άφησε όπως κι ο Παύλος Μελάς το βόλεμα και την
καριέρα του και ζήτησε να τοποθετηθεί στον Τίρναβο, δίπλα στα ελληνοτουρκικά
σύνορα για να περάσει με την πρώτη ευκαιρία στη σκληρά δοκιμαζόμενη κι απ’
όλους τους γείτονές μας διεκδικούμενη Μακεδονία. Βάση του αγώνα του έγινε ο Βάλτος, η θρυλική
λίμνη των Γιαννιτσών, όπου σιωπηλά αλλά αποφασιστικά παιζόταν η τύχη της
Μακεδονίας. Προσωπικός του ορκισμένος αντίπαλος ο αρχικομιτατζής Γιοβάν Ζλατάν.
Η απίστευτα δύσκολη διαβίωση στο
Βάλτο με τα κουνούπια και την ελονοσία, με τη φοβερή υγρασία και τη λιγοστή
τροφή, με τις ατέλειωτες αγρύπνιες και τις ενέδρες των εχθρών κλόνισαν την
υγεία του.
Φεύγει από το Βάλτο, αλλά δεν
εγκαταλείπει τον Αγώνα. Τον βρίσκουμε στη Νάουσα με τον γενναίο σύντροφό του
τον Αντώνη Μίγκα να αγωνίζεται για την αγαπημένη του Μακεδονία. Αλλά, αν και
είναι ικανότατος στα στρατιωτικά και τον
πόλεμο, θα αποδειχτεί πολύ έντιμος κι αγνός κι εύκολο θύμα στη διπλωματία.
Βούλγαροι του Βερμίου, υποκινούμενοι από τον Ζλατάν, του προτείνουν κρυφή
συνάντηση που θα αποβλέπει στη σύμπραξη και συνεργασία των Ελλήνων με τους
Βουλγάρους εναντίον των Τούρκων. Ο Άγρας πέφτει στην παγίδα. Πηγαίνει στη
συνάντηση, στην τοποθεσία Ρακόβραχο του Βερμίου, άοπλος με τον φίλο του τον
Μίγκα κι άλλα τρία παλικάρια. Οι Βούλγαροι τους συλλαμβάνουν. Αφήνουν ελεύθερα
τα τρία παλικάρια και κρατούν τον Καπετάν-Άγρα και τον Αντώνη Μίγκα. Επί τρεις
ημέρες τους περιφέρουν στα χωριά της περιοχής, από το Βέρμιο ως το
Καϊκακτσαλάν, σαν τρόπαια και λάφυρα νίκης, χτυπώντας, βρίζοντας,
εξευτελίζοντάς τους. Στις 7 Ιουνίου του 1907 ακούγεται ότι καταφθάνουν τα
παλικάρια του Άγρα για να ελευθερώσουν τον αρχηγό τους. Οι κομιτατζήδες
φοβούνται. Για να απαλλαγούν από τους κρατούμενούς τους και να γλιτώσουν οι
ίδιοι κρεμούν τους δυο εθνομάρτυρες σε μια καρυδιά του χωριού Τέχοβο κοντά στην
Έδεσα, που από τότε ονομάστηκε Καρυδιά. Διατάζουν μάλιστα τους κατοίκους του
χωριού να μην πλησιάσουν τα κρεμασμένα κορμιά, να μη διανοηθούν να τα θάψουν.
Τα θέλουν κρεμασμένα, τρανές αποδείξεις της θηριωδίας και της ατιμίας τους.
Όλοι κλείνονται φοβισμένοι στα σπίτια τους.
Μόνο τρεις γυναίκες, τρεις
Μαρίες, τρεις μυροφόρες, επαναλαμβάνουν την ηρωική, τη μεγαλειώδη πράξη της
Αντιγόνης της ηρωίδας του Σοφοκλή. Αναλαμβάνουν το φρικιαστικό και ιερό συνάμα
έργο του ενταφιασμού των δυο νεκρών ηρώων. Αγνοούν τις οργισμένες φοβέρες των
δολοφόνων Βουλγάρων και με κίνδυνο της ζωής τους τη νύχτα καταπιάνονται με το
ξεκρέμασμα, τον καθαρισμό, τον νεκροστολισμό και την ταφή τους. Με τη βοήθεια
του Καπετάν-Σταφίδα μεταφέρουν τους νεκρούς στο γειτονικό χωριό Βλάδοβο και
τους ενταφιάζουν στον περίβολο του ναού του Αγίου Δημητρίου. Δυο μέρες αργότερα
τα παλικάρια του Καπετάν-Άγρα παγιδεύουν και εξοντώνουν τον Ζλατάν και τη
συμμορία του.
Ο Καπετάν –Άγρας κι ο Αντώνης
Μίγκας βρήκαν τραγικό θάνατο, αλλά πέρασαν στην αθανασία των ηρώων και τα
ονόματά τους γράφτηκαν ανεξίτηλα στην εθνική μας μνήμη. Ο θάνατός τους έγινε
φως για όλους τους Έλληνες. Σε όλους μας πρόσφεραν θησαυρό ανεκτίμητο: την
πάγκαλη ελληνική ψυχή τους που την ασφαλίσαμε στης ψυχής μας το μυροδοχείο σαν
πολύτιμο κι άσωτο μύρο.
Εσπερινός της εορτής του Αγίου Πνεύματος, ("της γονατιστής"...επί το λαϊκόν)
Σάββατο 6 Ιουνίου 2020
Ψυχοσάββατο, για τους κεκοιμημένους ή για τους ζωντανούς;
"Νῦν ἐπὶ τὸν τάφον ὁ ἐπὶ θρόνου, νῦν ὁ ἐν πορφύρᾳ φθορὰν ὑπέδυ· οὐκ ἔτι ἐν θρόνῳ γάρ, ἀλλ' ἐν μνήματι κεῖται, ἴδε, ἐξέλιπε, τὸ βασίλειον κράτος, ἴδε, ὡς ὄναρ, τῶν ἀνθρώπων, παροδεύει ὁ βίος· διὸ κράξωμεν πρὸς τὸν Σωτῆρα· Οὓς ἐξελέξω ἀνάπαυσον, διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος".
Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020
Πάτα στη γη ανάλαφρα, διακριτικά
Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020
Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Α΄Οικουμενική Σύνοδος
Το έψαχνα για να το αναρτήσω την περασμένη Κυριακή που ετιμάτο η μνήμη των 318 θεοφόρων Πατέρων της Α΄Οικουμενικής Συνόδου. Το βρήκα σήμερα και το αναρτώ ετεροχρονισμένα.
Ο ίδιος δεν μπορεί να ανεχθεί ούτε να καταλάβει τις
ενδοεκκλησιαστικές έριδες - οι οποίες πολύ συχνά είχαν και προσωπικό εμπαθή
χαρακτήρα- για τις οποίες εκφράζει απέχθεια. Δεν είναι δυνατόν να ερίζουν και
να έχουν τόση έχθρα οι επίσκοποι, που έπρεπε να έχουν υποδειγματική αγάπη και
ταπείνωση. Πίστευε ο Κωνσταντίνος ότι ο Χριστιανισμός ήταν ενωτικός και μ'
αυτόν θα ειρήνευε και θα σωζόταν ο κόσμος. Τώρα απογοητεύεται από τις διαμάχες.
Θέλει να βάλει ένα τέλος, αλλά χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία τους γιατί έχει
επίγνωση ότι είναι άσχετος με τα δογματικά. Θα μπορούσε να νομοθετήσει, αλλά
αυτό το θεωρούσε βάναυση παρέμβαση σε μια υπόθεση που δεν ήταν κρατική.
Αποφασίζει λοιπόν με τη συμβουλή κάποιων ιεραρχών να καλέσει σε εσωτερικό
διάλογο τους θρησκευτικούς λειτουργούς και να συστήσει έτσι το υπέρτατο
συλλογικό όργανο της Εκκλησίας, την Οικουμενική Σύνοδο.
Η Εκκλησία πρέπει να ρυθμίζει μόνη της τα του οίκου της
συνοδικά, αλλά με την υποστήριξη του κράτους.
Ο αυτοκράτορας αυτοκαταργείται, αλλά κάνει ό,τι μπορεί
για να επιτύχει η Σύνοδος. Εκδίδει διάταγμα και με προσωπικές επιστολές το
αποστέλλει σε όλους τους επισκόπους όλων των επαρχιών, Ανατολής και Δύσης. Το
διάταγμα ήταν περίπου το εξής:
“Νικητής Κωνσταντίνος, Μέγιστος Σεβαστός,
προς τους απανταχού επισκόπους
Τίποτα δεν είναι τιμιότερο για μένα από τη θρησκεία. Αυτό
πιστεύω πως είναι φανερό σε όλους... Αρχικά συμφώνησα να γίνει η Σύνοδος στην
Άγκυρα της Γαλατίας. Τελικά νομίζω πως είναι καλύτερα να γίνει στη Νίκαια της
Βιθυνίας... Θα είμαι κι εγώ πλησίον ως θεατής και συμμέτοχος σε οτιδήποτε
συμβεί. Ζητώ από όλους σας, αγαπητοί μου αδελφοί, να συνταχθήτε όλοι το
συντομότερο στην πόλη της Νίκαιας. Ο Θεός να σας φυλάττει...”
Μαζί με την επιστολή και το διάταγμα ο Κωνσταντίνος
στέλνει αυτοκρατορικά οχήματα σε όλες τις επαρχίες για να διευκολύνει τη
μεταφορά των επισκόπων και των ακολουθιών τους. Δεν συμμετείχαν οι περισσότεροι
των δυτικών επαρχιών, ούτε ο επίσκοπος Ρώμης. Έτσι η Σύνοδος αποτελέστηκε
κυρίως από τους επισκόπους των ελληνικών και εξελληνισμένων περιοχών.
Σιγά-σιγά καταφθάνουν στη Νίκαια οι επίσκοποι. Οι
περισσότεροι είναι γηραιοί, πληγωμένοι και βασανισμένοι από τα πρόσφατα
μαρτύρια. Έρχονται με ελπίδες για την ειρήνευση της Εκκλησίας, αλλά και με τον
πόθο να γνωρίσουν από κοντά αυτόν τον θαυμάσιο αυτοκράτορα που κατέπαυσε τους
εναντίον τους διωγμούς. Περίπου 318 πατέρες συγκεντρώθηκαν στη Νίκαια κατά τη
μαρτυρία του Μεγάλου Αθανασίου και φιλοξενήθηκαν αβραμιαία από την
αυτοκρατορική μέριμνα. Η τυπική έναρξη έγινε στις 14 Ιουνίου του 325.
Ο Κωνσταντίνος πήρε το λόγο και είπε τα εξής:
“Χρωστώ ευγνωμοσύνη, ω φίλοι, στον Βασιλέα των όλων,
διότι μου χάρισε την παρούσα στιγμή, ώστε να σας δω όλους μαζί συναθροισμένους
σε κοινή ομοφροσύνη. Κανένας βάσκανος εχθρός να μη λυμαίνεται τα αγαθά μας.
Τώρα που παραμερίστηκε η θεομαχία των τυράννων, να μη βρει άλλο τρόπο ο
φιλοπόνηρος δαίμονας να υποβάλλει βλασφημίες. Γιατί η εμφύλια στάση της
Εκκλησίας είναι χειρότερη από κάθε πόλεμο. Οι συγκρούσεις αυτές φαίνονται πιο
λυπηρές από τις πολεμικές συγκρούσεις. Όταν κέρδισα τις νίκες με τη βοήθεια του
Υψίστου έκρινα ότι πρέπει να ευγνωμονώ συνεχώς το Θεό και να συμμετέχω στη χαρά
που είχατε δι' εμού. Μόλις έμαθα για τις έριδές σας δεν θεώρησα το θέμα
δευτερεύον. Βιάστηκα να βρω θεραπεία γι' αυτό σας κάλεσα. Χαίρομαι που σας
βλέπω εδώ συγκεντρωμένους. Εύχομαι να ενωθείτε ψυχικά σε μια ειρηνική συμφωνία,
να λύσετε τον κόμβο της αντιλογίας με την ειρήνη του Θεού. Έτσι και στον Θεό θα
αρέσετε και σε μένα τον συνθεράποντά σας θα δώσετε υπερβολική χαρά...”
Μ' αυτά τα λόγια ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να θέσει όλο
το θέμα στη βάση της αγάπης του Θεού.
Πριν ακόμα αγγίξουν το επίμαχο θέμα των κακοδοξιών του
Αρείου άρχισαν οι επίσκοποι να αλληλοκατηγοριύνται για προσωπικά ζητήματα. Εκτοξεύονταν βαριές κατηγορίες από κάθε
πλευρά. Ο Κωνσταντίνος τα είχε χαμένα. Άκουγε με θλίψη. Πέρασαν ώρες και ημέρες
με μικρότητες. Κάποια στιγμή ο αυτοκράτορας πήρε πάλι το λόγο. “Παρακαλώ, άγιοι
πατέρες, για να μην εξαντληθούμε στις αλληλοκατηγορίες, γράψτε όλοι τα παράπονά
σας και φέρτε μου τα έγγραφα να τα μελετήσω και να δω τι μπορώ να κάνω για όλα
τα θέματα που θίγετε”. Σε μια συγκεκριμένη ημέρα οι περισσότεροι επίσκοποι
παρέδωσαν στο βασιλέα λιβέλλους, όπου κατηγορούσαν πρόσωπα και πράγματα. Την
επόμενη ημέρα πήρε πάλι το λόγο ο Κωνσταντίνος: “Δεν είναι σωστό εγώ όντας ένας
απλός άνθρωπος να ακούω ιερείς και επισκόπους να αλληλοκατηγορούνται. Πήρα τους
λιβέλλους σας, αλλά δεν τους διάβασα. Εμπρός, λοιπόν ανάψτε εδώ μπροστά μου μια
φωτιά”. Πράγματι ανάφθηκε η φωτιά κι ο ίδιος ο αυτοκράτορας πέταξε για να καούν
όλα τα λιβελλογραφήματα . “Έτσι διαγράψετε τα σφάλματα των άλλων, πατέρες. Ας
μιμηθούμε όλοι τη θεία φιλανθρωπία. Να συγχωρέσουμε ό ένας τον άλλον. Να
ασχοληθούμε μονοιασμένοι και ενωμένοι με το σοβαρό θέμα που μας απασχολεί.
Επιτρέψτε μου. Αν έβλεπα με τα μάτια μου τον επίσκοπο να μοιχεύεται, θα τον
σκέπαζα με τη βασιλική αλουργίδα μου για να μη βλάψει η αμαρτία του ιερωμένου
τους πιστούς”.
Κάπως έτσι μπόρεσε να σταθεί και να ολοκληρωθεί η Σύνοδος
η οποία χάρη κυρίως στην ευγλωττία και μαχητικότητα του Αθανασίου του Μεγάλου
κατέληξε ομόφωνα στη σύνταξη των πρώτων επτά άρθρων του Συμβόλου της Πίστεως,
των σχετικών με τον Υιό. Κάθε του λέξη έχει τη βαρύτητα της αλήθειας και της
θεϊκής φώτισης. Για κάθε γιώτα του κειμένου δόθηκε μάχη.
Όταν συναποφασίστηκαν τα άρθρα του Συμβόλου ο
Κωνσταντίνος πήρε στα χέρια του το κείμενο, σηκώθηκε όρθιος και με τρεμάμενα
από τη συγκίνηση χείλη το διάβασε δυνατά, καθαρά, μεγαλόπρεπα. Οι αρχιερείς
δάκρυσαν. Ο αυτοκράτορας που θεωρητικά ήταν έξω από τη Θεία Χάρη τους
συγκάλεσε, τους ομονόησε και τώρα προσφέρει το μεγαλύτερο δώρο στον
Εσταυρωμένο, την ομολογία της θεότητάς Του, της ενανθρώπησης, της Σταυρώσης,
της Ανάστασης. Διπλή η προσφορά του Κωνσταντίνου στην Εκκλησία. Κατέπαυσε τους
διωγμούς που είχαν επιβληθεί από την άθεη εξουσία. Κατέπαυσε και τις έριδες που
ξεκίνησαν από τη θρησκευτική μισαλλοδοξία.
Ας αναφέρουμε και κάποια δευτερεύοντα, αλλά καίρια θέματα
που ρυθμίστηκαν με τη βοήθεια του Κωνσταντίνου στην Α΄Οικουμενική Σύνοδο.
Πρέπει να πούμε ότι η Εκκλησία στα πρώτα της βήματα μετά τους διωγμούς δεν ήταν
εύκολο να οργανωθεί και να συνταχθεί. Επικρατούσε μεγάλη ακαταστασία. Δεν
υπήρχαν τυπικές διατάξεις ώστε να περιφρουρείται η λατρεία. Κάθε περιοχή, για
παράδειγμα, γιόρταζε το Πάσχα σε διαφορετική ημερομηνία. Οι επίσκοποι
φιλονικούσαν ακόμα και γι' αυτό. Έρχεται λοιπόν ο Κωνσταντίνος έμπειρος στην
κοσμική διοίκηση και βοηθά στη συγκρότηση της διοίκησης της Εκκλησίας.
Προτείνει στη Σύνοδο την Κυριακή ως επίσημη ημέρα λατρείας για όλη την
αυτοκρατορία και την Παρασκευή ως ημέρα νηστείας. Την εβδομάδα των Παθών
προτείνει να σταματούν οι εργασίες για να συμμετέχουν οι πιστοί με κατάνυξη και
μετάνοια στα Πάθη. Με τη βοήθεια αστρονόμων προτείνει τον κοινό εορτασμό του
χριστιανικού Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας.
Όλα αυτά έγιναν δεκτά από τους Πατέρες.
Επίσης σ' αυτή τη
Σύνοδο τέθηκε το θέμα της αγαμίας όλων
των κληρικών. Κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει υπέρ του εγγάμου, παρόλο
που οι πιο πολλοί ήσαν έγγαμοι, για να μην θεωρηθούν σαρκολάτρες. Πήρε το λόγο
ο Παφνούτιος, άγαμος, κάτισχνος, ηλικιωμένος και είπε τα εξής: “Ο γάμος, Άγιοι
Πατέρες είναι από το Θεό ευλογημένος. Η συζυγική σχέση είναι σωφροσύνη. Ας μη
φορτώσουμε στους κληρικούς δυσβάσταχτο φορτίο κι ας μην τους οδηγήσουμε στην
παρανομία. Όσοι χειροτονούνται μετά το γάμο να μη χωρίζουν από τις πρεσβυτέρες
τους. Όσοι βέβαια άγαμοι όντας χειροτονήθηκαν ας μην παντρεύονται μετά τη
χειροτονία τους”. Με τα σοφά λόγια του Παφνούτιου συντάχθηκαν όλοι οι επίσκοποι
και η ιστορική πορεία του ορθόδοξου κλήρου απέδειξε ότι η απόφαση αυτή ήταν
πολύ ορθή.
Μετά την Σύνοδο ο Κωνσταντίνος θέλησε να γνωρίσει από
κοντά τον Γέροντα Παφνούτιο, ο οποίος είχε μόνο ένα μάτι. Το άλλο το είχε χάσει
σε βασανιστήρια στην εποχή των διωγμών. Μεταξύ τους διημείφθη ο εξής διάλογος:
-Από πού είσαι, πάτερ;
-Είμαι επίσκοπος σε μια πόλη των Άνω Θηβών στην Αίγυπτο.
-Είχα πάει στην Αίγυπτο με τον Διοκλητιανό. Θαύμασα την
πόλη του Αλέξανδρου. Λαχταρούσα να ξαναεπισκεφθώ την Αλεξάνδρεια, αλλά η
λαχτάρα μου ανακόπηκε από τις εκκλησιαστικές διαμάχες που κυρίως εκεί ξέσπασαν.
Δεν θέλω να πάω στην πόλη όπου έσβησε το όνειρο της ενότητας.
Ο Παφνούτιος λυπήθηκε πολύ. Δάκρυα κυλούσαν από το ένα
του μάτι. Ο Κωνσταντίνος πάλι τον ρώτησε:
-Πώς έχασες το μάτι σου, τίμιε πάτερ;
Μετά από λίγη σιωπή ο γέροντας απάντησε διστακτικά:
-Το ένα μάτι το πρόσφερα θυσία στο Χριστό και το άλλο μου
το άφησε ο Θεός και μου χάρισε και τη ζωή για να απολαύσω τη βασιλεία σου.
Ήταν η σειρά του Κωνσταντίνου να συγκινηθεί και να
δακρύσει. Κι ο Παφνούτιος συνέχισε:
-Τι να πω και τι να λαλήσω; Απορώ και εξίσταμαι με όσα
οικονόμησε ο Θεός και ζούμε τον τελευταίο καιρό. Πριν από δυο δεκαετίες ήμασταν
άθλιοι, πεταγμένοι στις φυλακές, ρακένδυτοι, δυστυχείς, θλιβεροί. Έτσι βρέθηκε
κι ο φτωχός Παφνούτιος μπροστά στον άρχοντα Αρριανό. Ο ίδιος ο άρχοντας στον
παροξυσμό της οργής του βύθισε το δόρυ του στο μάτι μου. Λιποθύμησα από τον
υπερβολικό πόνο κι έπεσα σαν νεκρός. Δεν μου έδωσε σημασία, δεν έκαμε τον κόπο
να με αποτελειώσει.
Ο Κωνσταντίνος αγκάλιασε τον γέροντα και τον φίλησε στη
θέση του εξορυγμένου του ματιού.
-Ω μάρτυς Παφνούτιε, ω κακουργήματα ανείπωτα της Ρώμης.
-Και τώρα, Βασιλεύ, συνέχισε ο Παφνούτιος, πώς να μη
συγκινούμαστε μπροστά στην ημερότητά σου. Μας τιμάς, μας σέβεσαι, ακούς εμάς
τους δυστυχείς. Τι θαύμα της Πρόνοιας και της μεγαλοσύνης του Θεού. Εκείνος σε
διάλεξε και σε φωτίζει. Μακάρι να σε καθοδηγεί και να σε υπερδοξάσει στη
Βασιλεία Του.
-Να εύχεσαι, πάτερ Άγιε.
Διασκευή από το βιβλίο “Ο πατήρ της Ρωμιοσύνης” Ολυμπιάδος
Ντίτορα