Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

Του γονιού το "μήπως"


Oνειρευόμουν την ώρα τη δική σου,
την ώρα που τα φτερά σου θ ΄άνοιγες μακριά μου να πετάξεις.
Πως θα 'χες πίστευα του αετού τα δυνατά φτερά.
Σ΄ "έβλεπα" να υψώνεσαι, και δίχως δισταγμό να ορμάς
να κατακτήσεις τ' άγνωστα του ουρανού τα πλάτια.
Μα εσύ σαν το σπουργίτι χαμηλοπετάς,
κι όλο γυρίζεις πίσω στη φωλιά μας.
Κι αναρρωτιέμαι, γιε μου, και πονώ:
"Μήπως εγώ σου τσάκισα τ' αετίσια τα φτερά σου..;"

 

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Δέηση στην Παναγία



Ανήμερα της Παναγιάς γονάτισα στη χάρη της.
Τον πόνο της καρδιάς μου στα χέρια της, 
που ακούραστα στον Υιό της δέονται, παρέδωσα.

"Ανάξια είμαι κι αδιόρθωτη, μη με συνεριστείς" της εψιθύρισα.
"Χίλες φορές το πήρα απόφαση και χίλιες δυο απόκαμα
το δρόμο του δικού σου του Παιδιού πιστά ν' ακολουθήσω.
Τη θέλησή μου τη νικά ο πειρασμός κι η ασθενικιά μου φύση.
Εσύ, Χαριτωμένη μου, 
λίγη απ' την πίστη, λίγη απ΄την υπομονή
και λίγη από την καθαρότητά σου χάρισέ μου.
Εσύ, Λιμάνι των χειμαζομένων, 
μες στους βραχίονές σου ασφάλισέ με,
την τρικυμία των παθών μου κράτα μακριά.
Εσύ, Ελπίδα των απελπισμένων, 
μακριά μου διώξε την απογοήτευση,
φύτεψε την ακλόνητη ελπίδα στην καρδιά.
Εσύ, Βοήθεια των πολεμουμένων, 
την ώρα τη σκληρή του πειρασμού
στάσου κοντά μου στρατηγός ακαταμάχητη.
Εσύ, των ιαμάτων Θησαυρός ο αδαπάνητος, 
τους μώλωπες και της ψυχής τα τραύματα θεράπευσε.
Εσύ, της ευσπλαγχνίας Άβυσσος, 
στην αγκαλιά σου κλείσε με
κι, όπως η μάνα το μικρό παιδάκι, παρηγόρησέ με".

Κι αφού με λόγια και με δάκρυα ζήτησα τη βοήθειά της,
ασπάστηκα το πρόσωπο το αμόλυντο 
κι ήταν ...ζεστό, το 'νιωσα ζωντανό... 
και την ανάσα της... σαν αύρα δροσερή και ζωογόνα...

Σταυρούλα Κουμενίδου


Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Ευλογημένη ψυχούλα...

Εκ κοιλίας μητρός ο Α. είναι ένα ευλογημένο παιδί.
(Πώς γίνεται αυτό; Με τη φτωχή μου γνώμη, λέω, πως ίσως ο Θεός με την παγγνωσία Του προγνωρίζει την καθαρότητα της καρδιάς και την αφοσίωση κάποιων ανθρώπων και τους δίνει πλούσια την ευλογία, τη χάρη, το έλεός Του).
Από μικρός έμαθε να λέει την ευχούλα, να υπακούει χωρίς "αλλά" στον πνευματικό, να περπατά χωρίς πισωγυρίσματα στη στενή και τεθλιμμένη αλλά ευλογημένη οδό του Θεού, να κουβαλά με υπομονή τον σταυρό του -μια ανίατη ασθένεια που τον επισκέπτεται με πολύ βαριές κρίσεις.
Όποιος τον γνωρίζει, αναπαύεται στην απλότητα και την ταπείνωσή του.
Ευλογημένο παιδί! Η Παναγία να το σκεπάζει και να οδηγεί τα βήματά του!
Ήρθε η ώρα να πάει στο στρατό. Τον είχε έγνοια το στρατό, όχι γιατί ήθελε να γλιτώσει την κακοπέραση, αλλά γιατί δεν ήθελε να εκτεθεί στους πειρασμούς που σίγουρα εγκυμονεί η συμβίωση τόσων ετερόκλητων αρσενικών.
Μας χαιρέτησε όλους, πήρε την ευχή του πνευματικού του κι όλων των ιερέων που τον ξέρουν και τον αγαπούν κι έφυγε. Σε δεκαπέντε μέρες μαθαίνουμε πως ο Α. έπαθε μια πολύ σοβαρή κρίση από την αρρώστια του και διακομίσθηκε αναίσθητος στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Έμεινε δέκα μέρες στο νοσοκομείο. Η διάγνωση-επιβεβαίωση της βαριάς ασθένειάς του έκαμε τους γιατρούς να τον απαλλάξουν από τη θητεία του.
Ο Α. γύρισε κοντά μας ακόμα πιο ευλογημένος. Πετάει η ψυχή του χαρούμενη, ανάλαφρη, βέβαιη για την Πρόνοια του Θεού που εκδηλώνεται μέσα από ασθένειες και δοκιμασίες.
Το σύντομο πέρασμά του από το κέντρο νεοσυλλέκτων ήταν φωτεινό. Μας διηγείται ο ίδιος ένα περιστατικό:
"Ήταν μαζί μας ένα παλικάρι πολύ οξύθυμο. Τον είχαν βάλει στα μαγειρεία. Όταν τέλειωνε τη δουλειά του γύριζε στο θάλαμο μες στα νεύρα του. Κλοτσούσε τα ντουλάπια, έβριζε, χτυπούσε. Θηρίο ανήμερο! Οι άλλοι στρατιώτες με το καλό, με το άγριο δεν κατάφεραν να τον συνεφέρουν. Είπαν και σε μένα να του μιλήσω. Εγώ δίστασα. Τι να του πω; Εμένα θ' ακούσει; Έκαμα όμως το σταυρό μου και του είπα ένα βράδυ:
"Λευτέρη, πολύ ταλαιπωρείσαι στα μαγειρεία. Κουράζεσαι, ξεροψήνεσαι κι έχεις δίκιο να γυρνάς νευριασμένος και να ξεσπάς σε μας. Αλλά, πού θα πάει αυτή η δουλειά; Με τόσα νεύρα και θυμό καταστρέφεις την ψυχούλα σου. Πρέπει κάπως να βρεις έναν τρόπο να ηρεμήσεις".
"Και πού να τον βρω τον τρόπο; Ξέρεις εσύ κανέναν;".
"Θα σου πω έναν τρόπο. Κάνε αυτό που θα σου πω μόνο για μια μέρα. Θα μου υποσχεθείς ότι θα το κάνεις;".
 "Ε, για μια μέρα, το υπόσχομαι. Τι έχω να χάσω σε μια μέρα;"
"Λοιπόν, εκεί που μαγειρεύεις, ή πλένεις κατσαρολικά ή καθαρίζεις λαχανικά, θα λες μέσα σου "Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Αυτά τα λόγια. Θα τα λες συνέχεια. Σύμφωνοι;".
"Σύμφωνοι!", είπε ο Λευθέρης που γύρευε κι αυτός χωρίς να το συνειδητοποιεί λύτρωση από τα νεύρα και το θυμό.
Την άλλη μέρα συνέχεια είχα στην προσευχή μου το Λευθέρη. Το βραδάκι μαζεμένοι όλοι στο θάλαμο, περιμέναμε την ώρα που θα γύριζε. Κάποιοι συστρατιώτες τον κορόιδευαν μιμούμενοι την ταραχή και τα ξεσπάσματά του. Μπαίνει κάποια στιγμή ο Λευθέρης ήρεμος, χωρίς καλά-καλά ν' ακουστεί. Μάλιστα έσπρωξε άθελά του κάποιον μπαίνοντας και γύρισε και του λέει "Με συγχωρείς, φίλε!". Όλοι σαστίζουν. Περιμένουμε το ξέσπασμα, τίποτα! Ετοιμάζεται για ύπνο. Ένας δεν άντεξε, γύρισε και του λέει:
"Ρε, συ, τι έπαθες; Μήπως είσαι άρρωστος;"
"Ξέρω κι εγώ; Μάγια μου 'καναν..."
Την άλλη μέρα μ' έπιασε φοβερός πονοκέφαλος. Με σήκωσαν αναίσθητο. Δεν έμαθα τι απέγινε ο Λευθέρης. Εύχομαι να συνέχισε να λέει την ευχή..."
Ευλογημένη ψυχούλα! Ας μην τη χαλάσει ο αιώνας τούτος ο απατεώνας...

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά


Τη Δ΄του αυτού μηνός μνήμη των Αγίων επτά παίδων 
των εν Εφέσω, Μαξιμιλιανού, Εξακουστωδιανού, Ιαμβλίχου, 
Μαρτινιανού, Διονυσίου, Ιωάννου και Κωνσταντίνου

 
Τον επτάριθμον τιμώ χορόν Μαρτύρων,
Δείξαντα Ανάστασιν νεκρών τω κόσμω.
Τη δε τετάρτη νεκροέγερτοι ξύνθανον επτά.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία διαβάζουμε στο σημερινό Συναξάρι! Ας τη γνωρίσουμε!
Κατά τον φοβερό διωγμό του Ρωμαίου Αυτοκράτορος Δεκίου ζούσαν στην Έφεσο επτά νεαροί φίλοι Χριστιανοί, οι οποίοι  αρνούνταν βέβαια να θυσιάσουν στα είδωλα. Για να γλιτώσουν το μαρτύριο που τους περίμενε έφυγαν από την πόλη της Εφέσου και κατέφυγαν σε μια σπηλιά στα ανατολικά της πόλης πίσω από το βουνό. Εκεί μέσα απέθαναν. Ο Δέκιος πληροφορήθηκε το γεγονός και διέταξε να επιχωματώσουν και να σφραγίσουν τη σπηλιά με τις αυτοκρατορικές σφραγίδες.
Πέρασαν εκατόν ενενήντα τέσσερα χρόνια. Τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έχει διαδεχθεί η Βυζαντινή. Στο θρόνο της Πόλης βρίσκεται ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος. Μεγάλη αίρεση συνταράζει τη χριστιανική αυτοκρατορία. Υπάρχει ανάσταση νεκρών; Πώς αποδεικνύεται αυτό; Πολλοί Χριστιανοί έχουν παρασυρθεί, μάλιστα και πολλοί επίσκοποι. Ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος με δάκρυα και νηστεία παρακαλεί τον Θεό να του φανερώσει την αλήθεια. Κι ο Θεός δεν παραβλέπει τα δάκρυα και την αγωνία του, αλλά με τρόπο θαυμαστό αποκαλύπτει την αλήθεια.
Το σπήλαιο όπου βρισκόντουσαν οι επτά νέοι περιήλθε μαζί με την γύρω περιοχή στην κυριότητα κάποιου μεγαλοβοσκού, ο οποίος θέλησε να φτιάξει μάνδρα γύρω από το ποιμνιοστάσιό του. Γι΄αυτό το σκοπό έκανε κάποιες χωματουργικές εργασίες, μετακύλισε πέτρες και χώματα και χωρίς βέβαια να το επιδιώξει αποκάλυψε το στόμιο του σπηλαίου. Με θεϊκό πρόσταγμα τα επτά παιδιά που εδώ και δυο αιώνες βρίσκονταν εδώ θαμμένα, ξυπνούν. Αρχίζουν να μιλούν μεταξύ τους. Θυμούνται τα γεγονότα που τους έχουν φέρει εδώ σαν να έχουν συμβεί μόλις χθες. Μάλιστα πεινούν και αποφασίζουν να βγει ένας από αυτούς, ο Ιάμβλιχος, με κάθε προφύλαξη, να πάει στην πόλη (την Έφεσο) και να αγοράσει ψωμιά για όλους. Του δίνουν λίγα νομίσματα που είχαν επάνω τους –που φυσικά είχαν την εικόνα του Αυτοκράτορα Δέκιου αποτυπωμένη.
Ο Ιάμβλιχος φτάνει στην πόλη, την οποία βρίσκει πολύ αλλαγμένη. Δεν αναγνωρίζει ούτε τα κτίρια, ούτε τους ανθρώπους. Του προξενεί μάλιστα τεράστια εντύπωση ότι βλέπει σε πολλά σημεία εμφανώς ανηρτημένο το σημείο του Σταυρού. Βρίσκει κάποιο αρτοποιείο και μπαίνει για να αγοράσει ψωμί. Όταν δίνει τα νομίσματα, βλέπει την έκπληξη να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του αρτοπώλη, ο οποίος φωνάζει και τους γείτονες και τους επιδεικνύει τα νομίσματα. Όλοι πιστεύουν πως ο νέος έχει βρει κάποιον θησαυρό αρχαίων νομισμάτων. Τον πιάνουν και του ζητούν να τους μαρτυρήσει το θησαυρό ή αλλιώς απειλούν ότι θα τον παραδώσουν ως κλέφτη στις αρχές. Εκείνος έντρομος προσπαθεί να τους εξηγήσει. Τους λέει ποιοι είναι οι γονείς του, οι συγγενείς του, πού μένει κτλ. Κανένα γνωστό όνομα, καμιά γνωστή περιοχή. Τον οδηγούν στον Ανθύπατο ο οποίος τον καλεί να του πει την αλήθεια. «Λέω την αλήθεια και δεν με πιστεύετε. Τι άλλο να σας πω; Πού είναι ο βασιλιάς Δέκιος για τον φόβο του οποίου εγκαταλείψαμε την πόλη και ζούμε σαν τα αγρίμια στο βουνό; Ελάτε να σας δείξω πού έχουμε κρυφτεί μαζί με τους άλλους φίλους μου».
Τα νέα μαθαίνονται γρήγορα σ΄όλη την Έφεσο. Φθάνουν και στ’ αυτιά του Επισκόπου Μαρίνου. «Κάτι θαυμαστό συμβαίνει», λέγει εκείνος και τρέχει στον Ανθύπατο και τον παρακαλεί να ακολουθήσουν τον νεαρό Ιάμβλιχο στο σπήλαιο. Πλήθος κόσμου έχει μαζευτεί. Στρατιώτες, λαός, ανθύπατος, επίσκοπος τον ακολουθούν στο σπήλαιο, όπου βρίσκουν τα άλλα έξι παιδιά. Κάνουν έρευνα στην περιοχή και βρίσκουν τις αυτοκρατορικές σφραγίδες με τα εμβλήματα και το όνομα του Βασιλιά Δεκίου. Εκστατικοί πέφτουν στα γόνατα μπροστά στα εφτά παιδιά τα οποία διηγούνται την ιστορία τους, τα κακουργήματα του Δεκίου, τη φυγή τους από τα σπίτια τους, την καταφυγή τους σ’ αυτήν εδώ τη σπηλιά. Η ιστορία τους σταματά εδώ. Πιστεύουν ότι ακόμα ο Δέκιος ζει. Είναι έξω οι στρατιώτες του κι ο διωγμός του συνεχίζεται.
Ο Ανθύπατος κι ο Επίσκοπος στέλνουν αναφορά των γεγονότων στον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Εκείνος ενθουσιάζεται. Ο Κύριος έχει απαντήσει στην εναγώνια προσευχή του. Καταφθάνει βιαστικά στην Έφεσο. Προσκυνά τα εφτά παιδιά. Κι ενώ συνομιλεί μαζί τους, εκείνα αισθάνονται να νυστάζουν και μπροστά στα μάτια του βυθίζονται στον αιώνιο ύπνο.
Μ’ αυτό το θαυμάσιο γεγονός διαμηνύθηκε με βεβαιότητα η ανάσταση των νεκρών. Μεγάλη χαρμόσυνη γιορτή έγινε σ΄όλη την Αυτοκρατορία. Αποφυλακίστηκαν οι Άγιοι επίσκοποι που διώκονταν για την πίστη τους στην Ανάσταση των νεκρών και η ειρήνη επανήλθε στην Εκκλησία.

*Αν επισκεφθείτε το Αρχαιολογικό Μουσείο της Εφέσου –το τουρκικό- θα βρείτε μια ολόκληρη πτέρυγα αφιερωμένη στο Σπήλαιο των Επτά Παίδων και την ιστορία τους αναγεγραμμένη, 
το δε Σπήλαιο έχει ανασκαφεί και είναι επισκέψιμο.





  

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

Υπεραγία Θεοτόκε, την Ελλάδα μας, σώσε!


 

Στον πόλεμο του ΄40 όταν οι Έλληνες πολεμούσαν στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας την έβλεπαν να τους σκεπάζει και να τους προστατεύει. Κι ονόμασαν τη θαυμαστή της προστασία "Αγία Σκέπη" της Παναγίας μας. Οι μάνες σ' αυτήν προσεύχονταν για τα παιδιά τους που πολεμούσαν στο μέτωπο, οι γυναίκες σ' αυτήν εμπιστεύοντν τους άντρες τους. Κι η Παναγιά μας, όπως πάντα, όπως θέλει και μπορεί, μεσίτευε για όλα τα παλικάρια στον Παντοδύναμο Υιό της κι όχι μόνο τα διέσωζε από τους μύριους κινδύνους του πολέμου, αλλά κι έστεφε με νίκες τους αγώνες τους.
Τώρα, σήμερα, στον πόλεμο που ζούμε τον αδίστακτο, τον διενεργούμενο μεν χωρίς όπλα, αλλά τον προκαλούντα χιλιάδες θύματα και πόνο και αγωνίες, ας προστρέξουμε πάλι στη μεσίτρια μας, στην Παναγιά μας. Ας την παρακαλέσουμε θερμά να λυπηθεί την έρημη Πατρίδα μας. Σήμερα κινδυνεύουμε πιο πολύ απ' το '40. Η πανέμορφη Ελλάδα μας πουλιέται σκλάβα για να ικανοποιηθούν οι άπληστοι δανειστές της. Ο λαός και η γη μας προσφέρονται θυσία στο βωμό του χρήματος. Μόνο σκοτάδι βλέπουμε μπροστά μας, μόνο αδιέξοδο, μόνο μια τεράστια ρουφήχτρα στης οποίας την δίνη έχουμε ήδη μπει και που αχόρταγα μας ρουφά. Οι πολιτικοί μας αδυνατούν ή δεν θέλουν να ανακόψουν την καταστροφική μας πορεία. Τα λάθη μας πολλά και οι ευθύνες μας πολλές και από πολλούς ομολογημένες. Αλλά, τι μέλλει γενέσθαι;
Ας παρακαλέσουμε θερμά την Κοσμοσώτειρα Παναγία μας. Εκείνη να μας σκεπάσει για άλλη μια φορά, εκείνη να μεσιτεύσει για μας κι ας μην το αξίζουμε, εκείνη να οδηγήσει το λαό και τους άρχοντές μας. Μπορεί και θέλει και θα βρει τον τρόπο, αλλά πρέπει να την παρακαλέσουμε. Σ΄όλες τις εκκλησιές της πατρίδας μας ψάλλονται τούτες τις μέρες οι Παρακλήσεις στη Χάρη της. Ας τρέξουμε να προσευχηθούμε μ' αυτό το αίτημα πρώτο απ' όλα: "Υπεραγία Θεοτόκε, την Ελλάδα μας σώσε".





"Των λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι την ταπεινήν μου ψυχήν 
και συμφορών νέφη την εμήν καλύπτουσι καρδίαν, Θεονύμφευτε, 
αλλ΄η Φως τετοκυία το θείον και προαιώνιον, 
λάμψον μοι το Φως το απρόσιτον".

"Οι μισούντες με μάτην βέλεμνα και ξίφη και λάκκον ηυτρέπισαν 
και επιζητούσι το πανάθλιον σώμα σπαράξαι μου 
και καταβιβάσαι προς γην, Αγνή, επιζητούσιν, αλλ΄εκ τούτων προφθάσασα, σώσον με!".