Λίγο-πολύ όλοι γνωρίζουμε τα γεγονότα που προηγήθηκαν της παράδοσης της Θεσσαλονίκης από τον Ταξίν Πασά στον Διάδοχο Κωνσταντίνο στις 26 Οκτωβρίου 1912. (Μπορούμε και τώρα να πάρουμε πληροφορίες από εδώ). Υπάρχει ωστόσο μια λεπτομέρεια που δεν αναφέρεται καθόλου στα σχολικά εγχειρίδια και σπανιότατα σε άλλα ιστορικά κείμενα. Οι Οθωμανοί είχαν καταστρέψει όλες τις γέφυρες στον ποταμό Αξιό, ο οποίος ήταν και πολύ φουσκωμένος από τις φθινοπωρινές βροχές. Το πέρασμά του από τον ελληνικό στρατό ο οποίος έφθασε δυτικά του ποταμού μετά την νικηφόρα μάχη των Γιαννιτσών (19-20 Οκτωβρίου) θα απαιτούσε πολλές ημέρες. Ο χρόνος ήταν περισσότερο από πολύτιμος, ήταν ασφυκτικός, γιατί οι Βούλγαροι έρχονταν από τα ανατολικά και ήταν πολύ κοντά στον πολύ επιθυμητό τους στόχο, να μπουν πρώτοι στη Θεσσαλονίκη και να την κερδίσουν για πάντα. Βρίσκονταν ήδη στην Λητή. Ο Κωνσταντίνος έδωσε εντολή στους τεχνικούς του να κάνουν τους υπολογισμούς τους και να αρχίσουν την κατασκευή της γέφυρας όσο γρηγορότερα μπορούσαν. Η απάντησή τους ήταν αποκαρδιωτική θα χρειαζόντουσαν μέρες.
Τότε βρέθηκε ένας ντόπιος από τη γειτονική Χαλάστρα, ο Γιώργης Νταλιγκάρης που έκανε κυριολεκτικά το θαύμα σ' ένα 24ωρο. Ήταν ένας μικρόσωμος καροποιός. Γράμματα πολλά δεν ήξερε. Μες στην Τουρκιά είχε ζήσει. Την τέχνη του όμως την ήξερε καλά. Παρουσιάστηκε μπροστά στους απελπισμένους αξιωματικούς και με την κουλακιώτικη προφορά του, τους είπε: "Τι μητράτ' κι ξαναμητράτ΄, κάντι μι για μια μέρα Βασιλιά κι θα δγείτ', αύριου θάστι μες στην πόλ". Οι αξιωματικοί δεν του έδωσαν σημασία. Πήρε μαζί του τον γραμματιζούμενο, τον Μαρκούδη και ξανάρθε. Έθεσαν μαζί ξεκάθαρα το αίτημα: "Δώστε μου τη δυνατότητα για ένα βράδυ να σας διατάζω σαν βασιλιάς, υπακούστε δηλαδή στο σχέδιο που θα προτείνω και θα ζευχθούν οι όχθες του ποταμού κι ο στρατός θα περάσει απέναντι χωρίς κίνδυνο". "Ανάγκα και θεοί πείθονται!" Πείστηκαν οι αξιωματικοί, έδωσε κι ο Κωνσταντίνος τη συγκατάθεσή του και ξεκίνησε το απίστευτο έργο. Ο κ.Γιώργης ζήτησε από τους συγχωριανούς του να φέρουν όλες τις πλάβες τους, δηλαδή βάρκες χωρίς καρίνα, όλα τα βαρέλια τους, όλες τις σανίδες, ακόμα και τις πόρτες του χωριού και τα σχοινιά. Έβαλε πλάι-πλάι τις πλάβες, τις στερέωσε με σχοινιά και κάρφωσε πάνω τους τα σανίδια. Όταν τέλειωσαν οι πλάβες, συνέχισε με τα βαρέλια. Έγινε ένας πλωτός διάδρομος πάνω στον οποίο πάτησαν και πέρασαν απέναντι όλα τα πεζά τμήματα του στρατού και το ιππικό.
Όλοι οι κάτοικοι του χωριού, άντρες και γυναίκες ξενύχτησαν εκείνο το βράδυ. Διέθεσαν την περιουσία τους-οι πλάβες και τα βαρέλια τους και τα σχοινιά και τα σανίδια τους δεν ήταν ευκαταφρόνητος πλούτος εκείνα τα χρόνια της σκλαβιάς και τη φτώχειας- και τον κόπο τους.
Δεν ήξεραν την ακριβή σημασία του έργου τους και της προσφοράς τους. Δεν γνώριζαν όπως οι αξιωματικοί πόσο επείγον ήταν όλο αυτό το σχέδιο.
Έτρεξαν να υπηρετήσουν μιαν ανύπαρκτη πατρίδα από την οποία δεν προσδοκούσαν τίποτα.
Έπραξαν ό,τι τους πρόσταξε η καρδιά τους.
Η καρδιά τους που έγραφε "Ελλάδα!"
Η λεμβόζευκτη γέφυρα από την οποία πέρασε ο ελληνικός στρατός τον Αξιό ποταμό λίγο έξω από τη Χαλάστρα την παραμονή της παράδοσης της Θεσσαλονίκης στον διάδοχο Κωνσταντίνο είναι σύλληψη ευφυής του καροποιού Γιώργη Νταλιγκάρη και έργο των κατοίκων όλου του χωριού. Έγιναν με τον νυχθήμερο κόπο τους μεταφορικά οι ίδιοι η "γέφυρα" του στρατού μας και γλίτωσαν τη Θεσσαλονίκη μας στο παρά πέντε από τους Βουλγάρους οι οποίοι προέλαυναν ακάθεκτοι και πίστευαν πως το πέρασμα του Αξιού δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση και θα καθυστερούσε τόσο τον ελληνικό στρατό, ώστε οι ίδιοι να φτάσουν πρώτοι στην Θεσσαλονίκη.
Τότε βρέθηκε ένας ντόπιος από τη γειτονική Χαλάστρα, ο Γιώργης Νταλιγκάρης που έκανε κυριολεκτικά το θαύμα σ' ένα 24ωρο. Ήταν ένας μικρόσωμος καροποιός. Γράμματα πολλά δεν ήξερε. Μες στην Τουρκιά είχε ζήσει. Την τέχνη του όμως την ήξερε καλά. Παρουσιάστηκε μπροστά στους απελπισμένους αξιωματικούς και με την κουλακιώτικη προφορά του, τους είπε: "Τι μητράτ' κι ξαναμητράτ΄, κάντι μι για μια μέρα Βασιλιά κι θα δγείτ', αύριου θάστι μες στην πόλ". Οι αξιωματικοί δεν του έδωσαν σημασία. Πήρε μαζί του τον γραμματιζούμενο, τον Μαρκούδη και ξανάρθε. Έθεσαν μαζί ξεκάθαρα το αίτημα: "Δώστε μου τη δυνατότητα για ένα βράδυ να σας διατάζω σαν βασιλιάς, υπακούστε δηλαδή στο σχέδιο που θα προτείνω και θα ζευχθούν οι όχθες του ποταμού κι ο στρατός θα περάσει απέναντι χωρίς κίνδυνο". "Ανάγκα και θεοί πείθονται!" Πείστηκαν οι αξιωματικοί, έδωσε κι ο Κωνσταντίνος τη συγκατάθεσή του και ξεκίνησε το απίστευτο έργο. Ο κ.Γιώργης ζήτησε από τους συγχωριανούς του να φέρουν όλες τις πλάβες τους, δηλαδή βάρκες χωρίς καρίνα, όλα τα βαρέλια τους, όλες τις σανίδες, ακόμα και τις πόρτες του χωριού και τα σχοινιά. Έβαλε πλάι-πλάι τις πλάβες, τις στερέωσε με σχοινιά και κάρφωσε πάνω τους τα σανίδια. Όταν τέλειωσαν οι πλάβες, συνέχισε με τα βαρέλια. Έγινε ένας πλωτός διάδρομος πάνω στον οποίο πάτησαν και πέρασαν απέναντι όλα τα πεζά τμήματα του στρατού και το ιππικό.
Όλοι οι κάτοικοι του χωριού, άντρες και γυναίκες ξενύχτησαν εκείνο το βράδυ. Διέθεσαν την περιουσία τους-οι πλάβες και τα βαρέλια τους και τα σχοινιά και τα σανίδια τους δεν ήταν ευκαταφρόνητος πλούτος εκείνα τα χρόνια της σκλαβιάς και τη φτώχειας- και τον κόπο τους.
Δεν ήξεραν την ακριβή σημασία του έργου τους και της προσφοράς τους. Δεν γνώριζαν όπως οι αξιωματικοί πόσο επείγον ήταν όλο αυτό το σχέδιο.
Έτρεξαν να υπηρετήσουν μιαν ανύπαρκτη πατρίδα από την οποία δεν προσδοκούσαν τίποτα.
Έπραξαν ό,τι τους πρόσταξε η καρδιά τους.
Η καρδιά τους που έγραφε "Ελλάδα!"
Η λεμβόζευκτη γέφυρα από την οποία πέρασε ο ελληνικός στρατός τον Αξιό ποταμό λίγο έξω από τη Χαλάστρα την παραμονή της παράδοσης της Θεσσαλονίκης στον διάδοχο Κωνσταντίνο είναι σύλληψη ευφυής του καροποιού Γιώργη Νταλιγκάρη και έργο των κατοίκων όλου του χωριού. Έγιναν με τον νυχθήμερο κόπο τους μεταφορικά οι ίδιοι η "γέφυρα" του στρατού μας και γλίτωσαν τη Θεσσαλονίκη μας στο παρά πέντε από τους Βουλγάρους οι οποίοι προέλαυναν ακάθεκτοι και πίστευαν πως το πέρασμα του Αξιού δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση και θα καθυστερούσε τόσο τον ελληνικό στρατό, ώστε οι ίδιοι να φτάσουν πρώτοι στην Θεσσαλονίκη.
Από τότε που την πρωτοάκουσα την ιστορία αυτή, δεν μπορώ να την ξεχάσω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα! Πρώτη φορά την διαβάζω την ιστορία και εντυπωσιάστηκα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠράγματι είναι εντυπωσιακή. Άλλου είδους άνθρωποι!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτή είναι η Ελλάδα και δυστυχώς τα σχολικά βιβλία δεν αναφέρουν τέτοια κατορθώματα.
ΑπάντησηΔιαγραφή