Είναι το πρωί μιας από τις τελευταίες μέρες του Απρίλη που κάθισα να σου γράψω, προσπαθώντας να θυμηθώ τα χαράματα της ζωής μου, χαράματα που τα μοιράσθηκα μαζί σου και με μια συντροφιά παιδιών από τα οποία το ρεύμα της ζωής σύντομα με ξέκοψε. Μερικοί ξεκινήσαμε μαζί από το Δημοτικό, με άλλους πρωτοανταμώσαμε το 1946 στο Γυμνάσιο περίπου δωδεκάχρονοι, σαν αγουροξυπνημένοι, αντικρίζοντας έκθαμβοι τον κόσμο μας που τότε όρθριζε για μας, τον εωθινό μας κόσμο, στιλπνό και πρόσχαρο, μέσα στα χαλάσματα της μεταπολεμικής και της εμφυλιοπολεμικής Λάρισας και μιας μικρής γύρω περιοχής που υπήρξε το δικό μας Σύμπαν, στα χρόνια τα ευλογημένα του πρωινού της υπάρξεώς μας. Σήμερα θα βλέπαμε στενό αυτόν τον κόσμο, όμως η φρέσκια ματιά και η φαντασία μας τον πλάταιναν απεριόριστα και μέσα μας φύτρωνε σιγά-σιγά η υπόσχεση ενός- όπως το βλέπαμε- ατέλειωτου, σχεδόν θεοτικού μέλλοντος.
Αυτή η ματιά στον κόσμο δεν υπήρξε δικό μας μόνο κατόρθωμα, αλλά ήταν προϊόν της συνάντησής μας με ξεχωριστούς δασκάλους, που ξελαγάρισαν τα παιδικά και αργότερα τα εφηβικά μας μάτια στη σαγηνευτική θέαση του κόσμου. Ο Θεός ας τους ανταμείψει για πάντα κρατώντας τους στη Μνήμη Του. Ήταν αυτοί που ζύγιασαν ισόμοιρα το πνεύμα μας ανάμεσα στη θετική γνώση και στο όνειρο, που ζύμωσαν το αδιαμόρφωτο ζυμάρι της ύπαρξής μας, που αναγνώρισαν στον καθένα μας τη σφραγίδα της δωρεάς που φέραμε στο μέτωπό μας, που μας μοίρασαν την αγαπητική τους καρδιά εφόδιο για όλη τη ζωή μας.
Ύστερα ανέβηκε ο ήλιος στα μεσούρανα. Το φωτεινό μεσημέρι της ζωής μας αφιερώθηκε στο έργο του καθενός μας (έργο μικρό κι ασήμαντο κι αν υπήρξε), καθώς υπερνικώντας τις αντιστάσεις του κόσμου, στήσαμε ο καθένας μια δουλειά, ένα σπιτικό, αναστήσαμε οι πιο πολλοί παιδιά (μερικοί παλιοπαππούδες και εγγόνια), γευτήκαμε άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο το μεσημεριάτικο τραπέζι της ευωχίας, τη χαρά, την ηδονή της ύπαρξης και την ικανοποίηση της προσφοράς. Το ζεστό μεσημέρι έφερε μαζί του μια γλυκιά αποκάρωση, μια κάπως αμαρτωλή αίσθηση αυτάρκειας στον καθένα μας, στο πλαίσιο της οικογένειας, του μικρού μας κόσμου, του μικρού προσωπικού μας μύθου. Όμως κάπου εκεί στο απομεσήμερο της ζωής μας, όταν μετά τον υπνάκο της αυτάρκειάς μας πήγαμε να δροσιστούμε στην πηγή, κοιταχτήκαμε στον καθρέφτη του νερού κι αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τα γκρίζα μας μαλλιά, τις ρυτίδες στο πρόσωπο και στα χέρια μας που ο χρόνος ανεπαισθήτως άφησε. Κάπου εκεί αρχίσαμε να νιώθουμε τον κάματο της ψυχής κι αφουγκρασθήκαμε να ροκανίζει τα σωθικά μας το σαράκι μιας μισοξεχασμένης υπαρξιακής αγωνίας για το "Τι θα γίνει μετά;", για το "Πού πήγαν οι δικοί μας, οι αγαπημένοι φίλοι μας, που τους πήρε το ξαφνικό κύμα απ' τη σχεδία της αυτάρκειάς μας, απ' τη βάρκα μας που κάπου άρχισε να κάνει νερά;...".
Ο ήλιος χαμηλώνει, οι ίσκιοι των πραγμάτων μακραίνουν, δέσμες σκιάς εναλλάσσονται με του ήλιου το φως. Οι ακτίνες του δεν είναι πια ζεστές, το φως του όμως γίνεται πιο γλυκό, ενώ οι προοπτικές του μέλλοντος σμικρύνονται. Λιγότερα καινούργια συναπαντήματα, περισσότεροι αποχαιρετισμοί σ' αυτούς που το παίρνουν απόφαση να περάσουν στην απέναντι όχθη. Το απόγευμα της ζωής μας.
Το βράδυ νομοτελειακά μας περιμένει. Και τι μας απόμεινε, Θανάση; Ποιος να ξέρει; ώρες; μέρες; μερικά χρόνια; Και το πιο σημαντικό: "Τι στ' αλήθεια θα απομείνει από μας όταν θάχουμε κι εμείς σαλπάρει;" Θα χαθούν εντελώς στην άπατη απειρία του χρόνου όλα όσα ζήσαμε κι όσα ονειρευτήκαμε, όλα αυτά που συνιστούν την προσωπική μας ύπαρξη, το χνάρι της προσωπικής ζωής μας στη μέρα της ζωής που μας έλαχε, στη μέρα που σιγά-σιγά τελειώνει; Θα περισωθεί κάτι από την περιπέτεια της ύπαρξής μας; Κάτι μου λέει πως δεν θα χαθούν όλα. Πιστεύω πως ό,τι αγαπήσαμε μένει στη Μνήμη του Θεού. Αυτό απ' όλα όσα κάναμε, φαίνεται πως είναι το μόνο που δεν υπήρξε μάταιο. Κι αυτό είναι το μόνο που μπορεί να μας κάνει να ελπίζουμε στην Άλλη Μέρα, τη Μέρα του Θεού την αβασίλευτη.
Με όλη μου την αγάπη
Γρηγόρης
*Θα μπορούσε να επιγραφεί "Η ημέρα της ζωής μου" Ένα υπέροχο κείμενο αντί προλόγου στο αυτοβιογραφικό έργο -πολύ ευχάριστο, πολύ καλογραμμένο- του στρατιωτικού ιατρού ε.α. Γρηγόρη Σκαμπαρδώνη που έχω την ευτυχία να τον έχω θείο αγαπημένο.
Poly mou arese kai emena Stavroula!
ΑπάντησηΔιαγραφήDystyxws ysxeiei to parakatw:
"Older people like to relay their histories to younger people, however they find them boring and uninteresting.
When younger people are finally interested it is usually too late."
Toulaxisto me to biblio auto ta eggonia (kai ta paidia!) tou pairnoun mia idea gia to pws ezise ta pragmata otan itan stin ilikia tous.
Δεν θα σου τον συστήσω εγώ, Γιάννη, τον πατέρα σου! Γνωρίζεις ότι είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος κι ο τρόπος που μας παρουσιάζει τη ζωή του δεν έχει ίχνος οίησης ή διάθεση αυτοπροβολής. Μας διδάσκει πολλά με τρόπο ταπεινό και με πολλή πίστη. Εύχομαι να του μοιάζεις!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο Στόμιο που ήμουν το καλοκαίρι ξαναδιάβασα Σταυρούλα το βιβλίο του Γρηγόρη και θαύμασα πάλι τον υπέροχο ξάδελφο στην αυτοβιογραφία του!
ΑπάντησηΔιαγραφή