Κι οι δυο
μαζί φθάσαν μπροστά στη ανοιχτή τη θύρα του θανάτου.
Γι’ αυτές
τις δυο ήταν ορθάνοιχτη χθες, πέμπτη μέρα του Οκτώβρη.
Η μια
λιωμένη απ’ τον καρκίνο που της έτρωγε δυο χρόνια τώρα τη φρεσκάδα.
Η άλλη
ζαλισμένη απ’ την απόγνωση κι απελπισμένη απ’ τη μιζέρια.
«Στα χέρια
Σου, Χριστέ μου, παραδίδω την ψυχή μου
και στην Αγάπη
Σου ακουμπάω τα παιδιά, τα έξι που μου χάρισες!».
«Απόκαμα κι
ελπίδα πια δεν έχω. Τι θ’ απογίνω; Κάλλιο να χαθώ να μην υπάρχω».
Σαν
περιστέρι ολόλευκο πέταξε η ψυχούλα η πρώτη, λυτρωμένη, ελπιδοφόρα,
βέβαιη γι’
αυτού του τελευταίου ταξιδιού το φωτεινό το τέρμα…
Απαρηγόρητη
και πικραμένη η δεύτερη σε μια στιγμή τρελή κι ανέλεγκτη
συντρίφτηκε στο
τσιμεντένιο κράσπεδο …
Κλάψαμε όλοι
καθώς βλέπαμε τα έξι τα παιδιά να χαιρετούν τη μάνα,
μα οι ψυχές μας
χαίρονταν κι έψαλλαν αναστάσιμους παιάνες.
H θλίψη για
τη δεύτερη παρηγοριά δεν έχει.
Ποια αγκαλιά
μπορεί το θρήνο των παιδιών της να κοπάσει;
Ποιος λόγος
ν’ απαντήσει στα «γιατί» που στάζουνε φαρμάκι;
«Μακαρία η
οδός, ήν πορεύει σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως…»
Εσύ που
νίκησες το θάνατο, Αναστημένε Κύριε, παράλαβέ τες και τις δυο.
Την πρώτη,
γιατί ήξερε κι έτρεχε ολοταχώς σε Σένα,
τη δεύτερη , γιατί δεν ήξερε πού να στραφεί, βοήθεια να
ζητήσει,
γιατί λησμόνησε
πως άνοιξες Εσύ γι’ αυτήν τα σταυρωμένα χέρια Σου …
Τραγική η αντιδιαστολή...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς "καταδιώξει το έλεος του Κυρίου" και τις δυο ψυχές, όπως ξέρει...