"Το απόγευμα η καμπάνα του 'Εσπερινού ήταν για όλους σημείο - κλείσιμο της ημέρας. O ζευγολάτης σταματούσε τα βόδια και με το ένα χέρι βαστούσε την όχδερη και με το άλλο σταυροκοπιότανε κοιτάζοντας προς το χωριό. Και ήξερε πόσες σφύρες χωράφι έχει να κάνει ακόμα έως ότου νυχτώσει. Και ο βοσκός ξεσαλάγιαζε τα ζωντανά του για να πλησιάζει στο χωριό.
Η μάνα με τη μάμη που αυτή την ώρα συνήθως εργοχειρούσαν, όταν άκουγαν διπλοκάμπανο έλεγαν: "Απόψε έχει είσοδο ο Άγιος, είναι σχόλη αύριο", και μάζευαν το εργόχειρο. Χρειάστηκε να έρθω στο Άγιο Όρος, για να καταλάβω την κουβέντα της γιαγιάς μου, έχει είσοδο ο άγιος.
Και η μέρα έκλεινε πάντα με προσευχή μπροστά στις άπειρες εικόνες του σπιτιού. Το προσκυνητάρι της οικογενείας ήταν στο δωμάτιο των γονιών. Ούτε στο χωλ, ούτε στην κουζίνα. Εκεί άναβε το καντήλι και κάπνιζε το λιβανιστήρι. Κάθε κόρη, για να παντρευτεί, έπρεπε μαζί με όλα τ΄άλλα να έχει προικιό καντήλι, μπρούτζινο λιβανιστήρι, σφραγίδα για τα πρόσφορα και εικόνες. Ο γαμπρός γινότανε δεκτός στο σπίτι με την εικόνα του. Κι η πεθερά παρέδιδε στη νύφη την εικόνα με λειτουργική ευλάβεια, όπως την παρέλαβε και κείνη. "Αυτή η εικόνα, νύφη, θέλει ευλάβεια. Θα την πηγαίνεις στη γιορτή της στην Εκκλησιά, θα λειτουργείται, και θα την γιορτάζεις πάντοτε με αρτοκλασία. Το θέλει η εικόνα, ο Άγιος. Μην το αμελήσεις, θα πάθεις κακό". Πίσω απ' αυτό το οικογενειακό εικόνισμα γράφονταν οι γεννήσεις των παιδιών.
Τα περισσότερα μάλιστα σπίτια, επειδή το χωριό είχε πολλές Εκκλησιές, κληρονομούσανε ν' ανάβουν κι από ένα καντήλι. Αν πήγαινε άλλος να βάλει λάδι στο καντήλι, έπρεπε να πάρει άδεια από το δικαιούχο. Και αυτό ήταν μια άτυπη αλλά σεβαστή από όλους παράδοση. Έτσι κάθε σούρουπο, που φαινόταν ο αποσπερίτης, το χωριό γινότανε μοναστήρι. Κάθε νοικοκυρά με το ροΐ στο χέρι πήγαινε στην Εκκλησιά, ν' ανάψει το καντήλι. Και ήταν το θέαμα εξαίσιο. Η μάνα με τις τρύπιες παντούφλες, την φθαρμένη ζακέτα και τη χιλιομπαλωμένη ποδιά, μαντηλωμένη, για να φυλαχθεί από το βραδινό ψύχος, να βαστά λάδι από το υστέρημα της, για να το προσφέρει στον άγιο. Οι Εκκλησιές ήταν όλες ανοιχτές, τα καντήλια αναμμένα και το θυμιατό στο σολέα του ιερού ανέδιδε την ευωδία του μοσχοθυμιάματος κάθε βράδυ, κάθε μέρα. Τι άλλο θέλει να δη ή ψυχή, για να τραφεί πνευματικά;
Και όλες εκείνες οι άγιες εικόνες ήταν χάρμα οφθαλμών. Κρητικής τεχνοτροπίας, ιστορημένες στα βασανισμένα χρόνια της σκληρής σκλαβιάς. Μ' ένα απλό κοίταγμα διασταυρώνονταν τα μάτια με του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων. Σου απορροφούσαν όλη την προσοχή. Δε χόρταινες να τις βλέπεις.
Ο μπάρμπα-Γιώργης ο Χατζής μου έλεγε: "Να δω πότε θα 'ρθω στο Μοναστήρι του πάππου σου, να σταθώ στην εικόνα του Θεολόγου, να με κοιτάξει, να τον κοιτάξω". Χάζευε ο νους σου στου Θεού τα πράγματα. Χαρά ήθελες; Τη λάβαινες. Παρηγοριά; Ακόμα περισσότερη. Έτσι οι άνθρωποι που έβλεπαν τις αγίες αυτές εικόνες είχαν ειρήνη κι ομορφιά, που φαινότανε στο πρόσωπο τους, κι ας ήταν ηλιοκαμένοι και θαλασσοδαρμένοι και ταλαιπωρημένοι.
Γινόταν έργο η ευχή «Σημειωθήτω έφ' ημάς, Κύριε, το φως του προσώπου σου». Ρώτησα μία γερόντισσα, πώς πήγε η επέμβαση στα μάτια της, και μου απάντησε: "Το ένα μόνο μου χάρισε φως, για να βλέπω τα πρόσωπα των ανθρώπων και να δοξάζω το Θεό". Εμείς δύσκολα μπορούμε να κάνουμε σήμερα μια τέτοια ομολογία. Τώρα οι άνθρωποι βλέπουνε τέρατα στις τηλεοράσεις και αγρίεψαν, έγιναν θηριοπρόσωποι. Δεν ελπίζουν πια στους αγίους. Το είναι τους είναι αφημένο στα χρήματα και στους τάχατες μεγάλους.
Μεγαλώνοντας μέσα σ' αυτό το κλίμα, με πολλή προθυμία βοηθούσαμε τους καταπονημένους γονείς μας. Προσπαθούσαμε, όσο πιο πολλά μπορούσαμε να κάνουμε, για να τους ανακουφίσουμε από τους καμάτους της αγροτικής και ποιμενικής ζωής.
Προσέχαμε την απροθυμία και την αντιλογία. Ο Γέροντας Φιλόθεος πολλές φορές με διαβεβαίωσε, πως αυτά τα δύο σταυρώνουν τους γονείς και τους οργίζουν. Τα παιδιά μεγαλώναμε μέσα στις Εκκλησίες, κάτω από τα καμπαναριά. Να στολίσουμε στα πανηγύρια την Εκκλησία που γιορτάζει, να ψάλουμε, να διαβάσουμε, να κοινωνήσουμε. Τα παιγνίδια μας ήταν στις αυλές του Κυρίου, κάτω από τα καμπαναριά των Εκκλησιών.
Τόση ήταν ή επίδραση της εκκλησιαστικής ζωής στις παιδικές μας ψυχές, που μετά από κάθε λειτουργία και τελετή, στους δικούς μας χώρους, αντί για παιγνίδια, κάναμε λειτουργίες και λιτανείες με όλους τους ιερατικούς βαθμούς, κι όλες τις αντίστοιχες λεπτομέρειες. Αντί για αλλά δώρα, προτιμούσαμε επιτραχήλια και ράσα. Οι βαπτίσεις στη θάλασσα χειμώνα-καλοκαίρι ήταν μέσα στο πρόγραμμα.
Όλη ή ζωή του νησιώτη γύρω από την Εκκλησία εξελισσόταν. Γι' αυτό έτρωγε ψωμί και κρεμμύδι, για να χτίσει εκκλησίες και καμπαναριά. Και δεν έκτιζε τις εκκλησίες ό νησιώτης για να εξαλείψει αμαρτίες κατά το «μία αμαρτία - μία εκκλησία». Το κτίσιμο των εκκλησιών δεν ήταν μόνο επιτίμιο πνευματικό. Ήταν και ευλάβεια στο Θεό, ευχαριστία στον Άγιο για τις θαυματουργίες του, ή ήτανε και θεία υπόδειξη και αποκάλυψη...."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου