Δρόμο μακρύ ξεκίνησα
κι έσερνα τα βαριά,
τ' ασήκωτα τα βήματά μου-
βαριά γιατί τη θλίψη κουβαλούσαν της ψυχής μου.
Ήθελα να βρεθώ στη Φάτνη
κι εκεί μπροστά στην Παναγιά και τον Υγιό της
γονατιστή να καταθέσω λίγο από το βάρος,
όπως Εκείνος μου το ζήτησε σαν είπε:
"Ελάτε προς με οι κουρασμένοι".
Έφτασα κάποτε και μπήκα.
Ο τόπος πάμφτωχος κι ελεεινός.
Κι απ' τους φτωχούς φτωχότερος μου φάνηκε.
Μα Εκείνος ...έλαμπε σαν ήλιος.
Η ζεστασιά Του μ' έλουσε, με τύλιξε το φως Του.
Γονάτισα και κοίταζα.
Τον κοίταζα και πάσχιζα να θυμηθώ τι ήρθα να Του πω,
γιατί τόσο κουράστηκα να' ρθω να Τονε βρω.
Λόγια δεν βρήκα.
Τα 'χα όλα μονομιάς ξεχάσει.
Ο πόνος μου είχε παύσει.
Αντί για θλίψη, άπειρη χαρά ξεχείλιζ' η ψυχή μου.
Τον κοίταζα, Τον κοίταζα
και λέξη άλλη καμιά δεν βρήκα να ψελλίσω.
Μονάχα ... "Ευχαριστώ!".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου