Όλοι είμαστε επηρεασμένοι από τον "οικονομικό εφιάλτη" στον οποίο ζει η χώρα μας, όλοι μετράμε τις δυνάμεις μας κι ελπίζουμε ν' αντέξουμε, προσθέτουμε, αφαιρούμε, πολλαπλασιάζουμε με τη λογική μας, με γνώμονα το συμφέρον και τις ανάγκες μας και βέβαια πρώτο μας μέλημα "εμείς".
Τι θα λέγατε, αν βγαίναμε για λίγο από την ανθρώπινη λογική μας κι αν προσπαθούσαμε να γνωρίσουμε, να ζήσουμε, να ελπίσουμε, να πιστέψουμε στην "θεϊκή υπέρβαση";
Για όσους θέλουν να γευθούν κάτι διαφορετικό παραθέτω δυο παράλληλες ιστορίες.
Η πρώτη αναφέρεται στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, στην Εκκλησία που βίωνε ζωντανά κι αληθινά την αγάπη του Χριστού, τότε που όλοι έτρωγαν στα κοινά τραπέζια, στις Αγάπες. Τότε λοιπόν μια κοπέλα Χριστιανή παντρεύτηκε ένα νεαρό ειδωλολάτρη, άνθρωπο πολύ καλής διαθέσεως, ο οποίος της είχε μεγάλη εμπιστοσύνη και αγάπη. Πριν από το γάμο τους του ζήτησε να της επιτρέπει να συμμετέχει στη χριστιανική λατρεία, πράγμα που ο νέος το σεβάστηκε απολύτως. Λίγον καιρό μετά το γάμο τους ο ειδωλολάτρης σύζυγος εξοικονόμησε από την εργασία του δέκα χρυσά νομίσματα. Ως σώφρων οικονόμος θέλησε κάπου να τα επενδύσει με ασφάλεια. Συμβουλεύτηκε και τη σύζυγό του κι εκείνη με απόλυτη πεποίθηση του σύστησε να τα καταθέσει στην τράπεζα των Χριστιανών - εννοούσε βέβαια τις Αγάπες. "Αυτή θα σου τα επιστρέψει δεκαπλάσια". Ο νέος που την υπεραγαπούσε και την εμπιστευόταν πράγματι ακολούθησε τη συμβουλή της, πήγε μαζί της στο ναό και έδωσε όλες του τις οικονομίες στους πτωχούς Χριστιανούς που βρίσκονταν εκεί περιμένοντας το κοινό τραπέζι. "Αυτοί είναι οι τραπεζίτες" του είπε η γυναίκα του με απόλυτη πίστη.
Πέρασε ένας χρόνος. Το ζευγάρι χρειάστηκε χρήματα. "Πήγαινε στο ναό", είπε η γυναίκα στον άντρα της. Εκείνος πήγε. Δεν βρήκε κανέναν. Ταράχτηκε λίγο, αλλά εμπνευσμένος από την πίστη της γυναίκας του δεν θύμωσε, δεν απελπίστηκε. "Θα ξανάρθω" σκέφτηκε και ξεκίνησε για το σπίτι του. Στο δρόμο του βρέθηκε ένα νόμισμα, αρκετά φθηνό. Έσκυψε και το σήκωσε. Περνώντας από την αγορά αγόρασε ένα ψάρι και λίγα φρούτα μ' αυτό το νόμισμα.
Εξιστόρησε στη γυναίκα του τι συνέβη. "Μην ανησυχείς, θα φροντίσει ο Χριστός" τον καθησύχασε εκείνη και πήρε τα ψώνια να τα τακτοποιήσει. Καθώς καθάριζε το ψάρι βρήκε στην κοιλιά του μια μεγάλη ολοστρόγγυλη άσπριδερή πέτρα. Της έκαμε εντύπωση. Την έδωσε στον άντρα της κι εκείνος έτρεξε να την δείξει σ' έναν φίλο του που έφτιαχνε κοσμήματα.
"Σου δίνω σαράντα χρυσες λίρες γι' αυτή την πέτρα. Είναι ένα τεράστιο μαργαριτάρι. Θέλει μόνο καθάρισμα". Ο νεαρός τα έχασε. Τον κοιτούσε σαστισμένος. Ο φίλος του νόμισε πως δεν έμεινε ικανοποιημένος από την προσφορά του και του λέει: "Σου δίνω εκατό χρυσές. Είμαι βέβαιος πως πρόκειται για το μεγαλύτερο μαργαριτάρι του κόσμου".
Με το πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό στα χέρια του ο νέος έτρεξε στη σύζυγό του. "Είναι πράγματι ο ασφαλέστερος κι ο πιο πλουσιοπάροχος τραπεζίτης ο Χριστός στον οποίον πιστεύεις" της λέγει με ενθουσιασμό. "Θέλω κι εγώ να γίνω δικός Του, να τον γνωρίσω όπως εσύ". Λίγο αργότερα αφού κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε Χριστιανός.
Η δεύτερη ιστορία συνέβη στις μέρες μας κάπου στην ΑΘήνα. Κάποιος δικηγόρος γνώρισε έναν διά Χριστόν σαλό, τον Τρελογιάννη - του οποίου η ζωή υπήρξε ένα διηνεκές θαύμα, μια συγκλονιστική φανέρωση του Θεού στην πολύβουη αθηναϊκή καθημερινότητα και σε όλους μας. Επηρεασμένος από τα έργα και την πίστη του Τρελογιάννη ο δικηγόρος με σύμφωνη γνώμη της γυναίκας του προέβη σε μια εξαιρετική ¨επένδυση". Είχε δέκα εκατομμύρια δραχμές στην Τράπεζα. Διέθεσε και τα δέκα σε αγαθοεργούς σκοπούς, σε γηροκομεία, ιδρύματα της Εκκλησίας, στην ιεραποστολή. Η καρδιά του γέμισε χαρά ανεκλάλητη. Ζούσε σ' ένα πανηγύρι πανευφρόσυνο. Είχε την αίσθηση ότι όλη του η ζωή φωτίστηκε, ελάφρυνε, ομόρφυνε. Καθημερινό του μέλημα έγινε η μελέτη του Λόγου του Θεού και η φιλανθρωπία με όποια μορφή μπορούσε να την ασκήσει. Πέρασε καιρός. Ούτε ξανασκέφτηκε το χρηματικό ποσό που είχε διαθέσει. Μια μέρα επέστρεψε στο σπίτι του και βρήκε τη γυναίκα του αναστατωμένη. "Με πήρε ο ξάδερφος από το νησί" άρχισε να λέει. "Ρωτάει αν πουλάμε το κτήμα με τις ελιές". "Σιγά το κτήμα" λέει ο δικηγόρος."Τι αξία έχει; Άμα το θέλει ας του το χαρίσουμε". "Δεν το θέλει ο ξάδερφος. Το θέλει μια μεγάλη ξενοδοχειακή επιχείρηση και μας προσφέρει εκατό εκατομμύρια δραχμές"... Το κτήμα πουλήθηκε εκατόν πέντε εκατομμύρια τα οποία βέβαια κατατέθηκαν στην ίδια "τράπεζα".
Πόσο είναι το επιτόκιο του Θεού; Αν δεν κάνω λάθος, σύμφωνα με τα παραπάνω 1000%.
Μήπως είναι καιρός ν' αλλάξουμε κι εμείς "τράπεζα";
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου