Αναγνώστες

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

Ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω!

Μερικοί άνθρωποι αφήνουν δυνατό το αποτύπωμά τους στον χώρο και το χρόνο του βίου τους. Ανάμεσά τους κι ο πολύ αγαπητός, καλλιφωνότατος και κραταιότατος ιεροψάλτης του Αγίου Αθανασίου Παλαιοκάστρου που τιμήθηκε σήμερα για την υπερεβδομηκονταετή διακονία του στο αναλόγιο του ναού μας, ο κ.Δημήτριος Κούντης!
Τον γνώρισα γύρω στα 1968 όταν πρωτοήρθαμε ως κατ' έτος παραθεριστές στο Παλαιόκαστρο. Θα ήταν τότε περίπου τριάντα ετών. Η φωνή του ήταν απίστευτη!! Χροιά συμπαθέστατη και ένταση -χωρίς μικρόφωνο τότε- ισχυρότατη. Από τότε δεν υπήρξε λειτουργία, πανήγυρις, κηδεία, γάμος, βάπτιση στο χωριό, στην οποία να παραβρέθηκα, και να μην έτερψε τα ώτα και την καρδία μου η ψαλμωδία του κ.Δημήτρη -αν και πολλές φορές αναρωτιόμουν προς τι τα μεγάφωνα που στο μεταξύ καθιερώθηκαν, αφού η φωνή του χωρίς αυτά ήταν υπεραρκετή. Πολλοί ιερείς διακόνησαν όλα αυτά τα χρόνια στον Άγιο Αθανάσιο. Θα θυμηθώ τον π.Αναστάσιο, τον π.Ευριπίδη, τον π.Νικόλαο, τον π.Ηλία, τον π.Ιωάννη, τον π.Γεώργιο, τον π.Δημήτριο, τον νυν εφημέριο π.Εμμανουήλ -ίσως κάποιον ξεχνώ. Αλλά ο ψάλτης μας εδώ, σταθερός. Το σημείο αναφοράς της ενορίας μας. Καμιά φορά πήγαινα κοντά του να τον βοηθήσω. Μου έκανε εντύπωση πόσο σχολαστικά πρόσεχε το τυπικό. Μου υπεδείκνυε κάτι υποσημειώσεις, κάτι "αόρατους" αστερίσκους. Τίποτα δεν του ξέφευγε! Αγαπημένα του: το Δύναμις στον Τρισάγιο Ύμνο, το αργό "Τη υπερμάχω" στους Χαιρετισμούς, το τροπάριο της Κασσιανής και φυσικά το "Σε τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον..." της Μεγάλης Παρασκευής. Στις κηδείες το "Μετά των Αγίων ανάπαυσον, Χριστέ", όπως το έψαλλε αργά και εκφραστικά γινόταν το ολόψυχο κατευόδιο, ο τιμητικός και πονεμένος αποχαιρετισμός των κηδευομένων! Η παρουσία του και η φωνή του γέμιζαν τον ναό. 
Τελευταία, μετά και την αναχώρηση της συζύγου για την άλλη ζωή, έσπασε αρκετά! Η ψυχή του δυνατή, αλλά το σώμα κουράστηκε. Ο χρόνος ο παναδαμάτωρ, δεν περνά χωρίς να αφήσει σημάδια φθοράς και κόπωσης. Ποιος μπορεί να του ξεφύγει; Έρχεται για όλους η ώρα που πρέπει να αποχαιρετήσουμε ακόμη και την πιο αγαπημένη μας ασχολία, ακόμη κι αυτό με το οποίο κυριολεκτικά ταυτισθήκαμε. Ο κύριος Δημήτρης μας, με ιδιαίτερη τιμή από τον Μητροπολίτη μας, ολοκλήρωσε σήμερα την σταδιοδρομία του ως ιεροψάλτης. "Άξιος!" φώναξαν όλοι οι εκκλησιαζόμενοι ευγνώμονες για την συνεπέστατη διακονία του. 
Ευτυχώς η ψαλτική μπορεί έστω και ερασιτεχνικά και με άνεση να ασκείται κι έτσι ευελπιστούμε πως θα τον έχουμε κοντά μας όσο χρόνο του χαρίσει ακόμα ο Κύριος.
Σ' ευχαριστούμε, κ.Δημήτρη!
Και λέγω "Χαίρε!" και πάλιν ερώ "Χαίρε!" γιατί σε αξίωσε ο Κύριος τόσα χρόνια να τον ψάλλεις και να Τον δοξολογείς!!!! 

Ο επίσκοπός μας απονέμει στον ιεροψάλτη μας
 το "Χρυσό Σταυρό του αρχιερέως Διονυσίου"



Ο κ.Δημήτρης στη θέση του και σήμερα στο δεξιό αναλόγιο,
μαζί με τον μαθητή και διάδοχό του κ.Βαγγέλη.

*Πόσο όμορφος "χωροχρόνος" είναι η εκκλησία! Ο μικρός ευλογημένος ναός μας χωράει το παρελθόν και το παρόν και το άπειρο και το επέκεινα και το ατελεύτητο!!!!

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον...

Ζούσε κάποτε ο Γιόχαν. Δούλευε στα τρένα. Ήταν κλειδούχος σε μια γέφυρα η οποία κάποιες φορές τη μέρα έπρεπε να ανοίγει για να περνούν τα ψηλά ποταμόπλοια κι ύστερα πάλι να κλείνει για να περνούν με ασφάλεια τα τρένα.
Ο Γιόχαν είχε έναν γιο, τον εφτάχρονο Εμάνουελ. Ήταν το μοναδικό δικό του πρόσωπο σ' αυτόν τον κόσμο. Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν από λίγα χρόνια.
Ο Γιόχαν λάτρευε τον Εμάνουελ. Περνούσαν μαζί κάθε στιγμή της ζωής τους. Ο Εμάνουελ έμαθε να ζει στο ρυθμό των τρένων. Τα τρένα ήταν και των δυο η ζωή.
Μια μέρα ο Γιόχαν μπήκε στο μικρό δωμάτιο όπου ήταν το χειριστήριο της γέφυρας. Η γέφυρα ήταν ανοιχτή γιατί μόλις είχε περάσει ένα πλοίο. Πλησίαζε ωστόσο η ώρα που θα περνούσε το μεγάλο επιβατικό τρένο με τους πάνω από πεντακόσιους επιβάτες. Έπρεπε να κατεβάσει τον μοχλό, ώστε να πέσουν τα δυο σκέλη της γέφυρας, να κλείσει, για να περάσει το τρένο που ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα. Ο Εμάνουελ έπαιζε έξω κυνηγώντας τη γατούλα του. Ο Γιόχαν κοιτά το ρολόι του. Είναι ακριβώς η ώρα. Πιάνει το μοχλό κι αρχίζει να τον κατεβάζει. Εκείνη τη στιγμή, τη φοβερή στιγμή, βλέπει τον γιο του να σκύβει ακριβώς στο σημείο όπου θα δίπλωνε η γέφυρα. Αν κατεβάσει το μοχλό θα λυώσει το παιδί του. Αν δεν τον κατεβάσει θα σκοτώσει πεντακόσιους ανθρώπους. Περνά αφόρητη οδύνη. Σπαράζει η ψυχή του, διαλύεται... Κατεβάζει το μοχλό... Το τρένο περνά με μεγάλη ταχύτητα. Κάποιοι ελάχιστοι επιβάτες τον χαιρετούν.Είναι άγνωστοι, είναι ξένοιαστοι. Οι πιο πολλοί δεν τον αντιλαμβάνονται. Δεν ξέρουν την ύπαρξή του. Δεν τους ενδιαφέρει. Φυσικά κανείς δεν λέει "ευχαριστώ".
Κι ο Γιόχαν σέρνεται ώς το δίπλωμα της γέφυρας για να βρει το παιδί του ...συντετριμμένο, θυσιασμένο..."



Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν Αυτού τον μονογενή έδωκεν ...
Έτσι μας αγάπησε ο Θεός κι έτσι εμείς τον προσπεράσαμε αδιάφοροι, ξένοι, αγνώμονες...

*Αφορμή μου έδωσε μια αληθινή ιστορία...

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019



Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν 
καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι.

Όποιος θέλει στα χνάρια του Χριστού να βαδίσει,
εαυτόν απαρνείται, τον σταυρόν αυτού αίρει
και πιστά ακολουθεί…
Τον σταυρό του καθένας με δική του απόφαση φτιάχνει
από δυο υλικά που δωρεάν μα και άφθονα βρίσκει.
Πρώτα παίρνει τον πόνο…
Τον δικό του. Αυτόν που το σώμα και τα πάθη γεννούν.
Κι αν ο πόνος ο δικός του δεν φθάνει,
πολύ κοντά του  υπάρχει μία τράπεζα πόνου,
που είναι πάντα, μα πάντα γεμάτη…
Είν΄ ο πόνος του άλλου, του αδελφού, του πλησίον
που είν' ατέλειωτος κι εναγώνια αχθοφόρο ζητεί .
Κι ύστερα παίρνει του Χριστού την Αγάπη,
του Χριστού, που για μας σε Σταυρό μαρτυρίου καρφώθη.
Κι η Αγάπη τον πόνο που μάζεψε τον πυρώνει, τον λυώνει.
Υλικό δυνατό, μα και εύπλαστο τώρα κρατεί.
Κι αν σιωπήσει, θ΄ακούσει του Σοφού Δημιουργού τη φωνή:
«Δούλεψέ το και φτιάξε το δικό σου σταυρό.
Δώσ’ του όποιο ύψος και πλάτος και βάρος θελήσεις.
Μόνο τούτο -σου λέω- θυμήσου:
Πως στο τέρμα αυτής της ζωής
ο σταυρός σου μια σκάλα θα γίνει
κι ως τα ουράνια θα φτάσει
και κλειδί δυνατό που θ’ ανοίξει  για σένα
του κλειστού Παραδείσου την θύρα.
Πάρε Αγάπη πολλή, μα και πόνο και φτιάξε
δυνατό κι αψηλό τον δικό σου σταυρό!».

Σταυρούλα Κουμενίδου