Αναγνώστες

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Αίτια και αιτιατά ή αλλιώς...αναπόφευκτες συνέπειες

Ζούμε μια ακόμη τρομερή φυσική καταστροφή. Λόγω της σφοδρότατης βροχόπτωσης ένα ολόκληρο βουνό κατέβηκε και έπνιξε την Κινέτα με τόνους λάσπης, κορμούς δένδρων, πέτρες, βράχια, ξεθεμελίωσε  το οδικό και τα άλλα δίκτυα, έφερε σε απελπισία δεκάδες ίσως εκατοντάδες ανθρώπους. Προφανείς αιτίες εκτός από τον όγκο του νερού, η αποψίλωση του υπερκείμενου όρους των Γερανίων από πυρκαγιές, ίσως και από υπερβόσκηση, και ο περιορισμός της απορροής των ρεμάτων με παράνομες ανεγέρσεις οικημάτων. Γνωστά και επαναλαμβανόμενα λάθη και αυθαιρεσίες πολιτών και δημοσίου. Όσο κι αν μας πονάει, οι φυσικοί νόμοι λειτουργούν και μας θυμίζουν ότι οφείλουμε σεβασμό στη φύση. Τα δέντρα, ακόμη και οι θάμνοι είναι το μόνο ισχυρό εμπόδιο απέναντι στην ορμή του νερού, ο μόνος ικανός αντίπαλος στο φοβερότερο θηρίο που είναι ο χείμαρρος. Αυτό το πρωτοδιάβασα σ' εκείνο το υπέροχο Αναγνωστικό της Β΄Δημοτικού "Τα ψηλά βουνά" του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ο δασάρχης ξεναγεί τα παιδιά στο δάσος και τους μιλάει για την ωφελιμότητά του και συγκεκριμένα για τη δυνατότητα που έχει μόνο αυτό να συγκρατήσει τον χείμαρρο. Οι σύγχρονοι Έλληνες φαίνεται πως αδιαφορούμε θρασύτατα, αλλά έρχεται η ώρα της σκληρής, της οδυνηρότατης πληρωμής.


Πρώτα η πυρκαγιά κι ύστερα η πλημμύρα
"αίτιο και αιτιατό"

Υπάρχουν κατ' αναλογίαν και οι πνευματικοί νόμοι. Βέβαια κι εδώ η θρασύτητα του σύγχρονου ανθρώπου θέλει να τους αγνοεί και να τους περιφρονεί, αλλά εκείνοι αναπότρεπτα ισχύουν με ολέθριες συνέπειες. Η πατρίδα μας βρίσκεται εδώ και χρόνια, αλλά έτι περισσότερο τους τελευταίους μήνες, μπροστά σ' ένα πραγματικό τσουνάμι εισβολής λαθραίων μεταναστών. Δεν θα σταθώ στα κοινότοπα, τι μέτρα πρέπει να ληφθούν και πώς φθάσαμε ως εδώ, ποιος φταίει κτλ.. Μόνο επιτρέψτεμου να μοιραστώ μαζί σας τη σκέψη μου. Στην Ελλάδα συμβαίνουν δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες εκτρώσεων κάθε χρόνο. Κανένας σεβασμό στη ζωή που ανατέλλει, κανένα δέος μπροστά στο ανεκτίμητο αυτό δώρο του Θεού. Σκοτώνουμε τα παιδιά μας, αφανίζουμε τη φύτρα μας. Στη θέση αυτών των δολοφονημένων παιδιών έρχονται οι ξένοι να μείνουν στα χωριά και στις πόλεις μας, να συμπληρώσουν τον από εμάς αφανισμένο πληθυσμό μας. Μπορεί να το πεις και καθαρά αριθμητικό, ποσοτικό φαινόμενο. Ο αυξανόμενος πληθυσμός της Ασίας και της Αφρικής πιέζει προς την ολιγάνθρωπη Δύση, τείνει να καταλάβει τον κενό χώρο. Αν ήμασταν μια ισχυρή πληθυσμιακά χώρα θα είχαμε άλλο σθένος, άλλη πυγμή και παρρησία μπροστά σ' αυτή την καταιγίδα. Δεν θα φοβόμασταν την πληθυσμιακή αλλοίωση και την διάλυσή μας. Προσφέραμε θάνατο, τώρα θα υποστούμε αυτή την εισβολή με ό,τι θα συνεπάγεται. Δεν δεχθήκαμε τα δικά μας παιδιά, το αίμα μας. Καλούμαστε τώρα να αντέξουμε δίπλα μας, στα γειτονικά μας σπίτια, στα σχολειά μας, στα χωριά μας, στις πόλεις μας ανθρώπους εντελώς διαφορετικούς "από την όψη ως την κόψη".
Δυστυχώς δεν νομίζω πως υπάρχει πλέον χρόνος και τρόπος επιστροφής...




Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Αργυρώ, ένα ευωδιαστό κομμάτι του Παραδείσου

Άκουσα την ιστορία της πριν λίγες μέρες σε μια ομιλία του π.Ευαγγέλου Παπανικολάου. Αξίζει να καταγραφεί και να κοινοποιηθεί. Γιατί οι άνθρωποι σαν την Αργυρώ αγιάζουν τον τόπο, αγιάζουν τον χρόνο, αφήνουν ευωδία Χριστού στο πέρασμά τους, γίνονται για όλους μας φως και άλας και νοστιμιά της ζωής μας και αφορμή και κίνητρο πνευματικού αγώνα. Και φέρνουν σ' αυτήν την ταλαίπωρη πραγματικότητά μας που βογγάει απ' τις κακίες και την ιδιοτέλεια των ανθρώπων ένα ευωδιαστό κομμάτι του Παραδείσου!
Γεννήθηκε στην Κρήτη, σ' ένα χωριό έξω από το Ηράκλειο γύρω στα 1920. Ήταν μια λεβέντισσα, όμορφη, καλοστημένη! Αγαπήθηκαν μ' έναν νέο, αλλά πριν προλάβουν να παντρευθούν κηρύχθηκε ο πόλεμος. Το παλικάρι έφυγε και πολέμησε στην Αλβανία τους Ιταλούς. Μετά την συνθηκολόγηση κατέβηκε στην Κρήτη για να αγωνιστεί κι εκεί εναντίον των Γερμανών. Κάποια στιγμή βρίσκεται αιχμάλωτος των Γερμανών να οδηγείται προς εκτέλεσιν. Πληροφορείται η Αργυρώ τα καθέκαστα και τρέχει στον τόπο της εκτέλεσης. Δέκα Έλληνες είναι στημένοι στον τοίχο κι απέναντί τους δέκα Γερμανοί με προτεταμμένα τα όπλα τους περιμένουν τη διαταγή  για να πυροβολήσουν. Η Αργυρώ αγέρωχη, περήφανη, όμορφη σαν θεά περνάει μπροστά τους και μία μία κατεβάζει τις κάνες των όπλων. Όλοι σαστίζουν. Ο στρατιωτικός υπεύθυνος της εκτέλεσης την φωνάζει μπροστά του. "Τι κάνεις εκεί; Τι θέλεις; ". "Ο αρραβωνιαστικός μου είναι εδώ. Ή θα τον ελευθερώσεις ή χτύπα κι εμένα!". Ο άνθρωπος υποκλίνεται. Τέτοιο θάρρος, τέτοια αφοσίωση δεν την έχει ξαναδεί. "Πάρ' τον και φύγε!" της λέει. Μα η Αργυρώ δεν σταματά εδώ. Και τα άλλα παλικάρια είναι Έλληνες, είναι χωριανοί της. Με περίσσιο θάρρος αντιλέγει! "Όχι! Ή όλους ή στήσε με κι εμένα στον τοίχο!" και με τα λόγια αυτά προχωράει προς τους κατάδικους. Ο διοικητής έχει μείνει άφωνος. Οι στρατιώτες του το ίδιο. Στέλνει μήνυμα στον ίδιο τον Φύρερ, ο οποίος εκφράζει τον θαυμασμό του και την επιθυμία του να γνωρίσει αυτή την ηρωική Ελληνίδα. Και χαρίζεται η ζωή σε όλους...
Η Αργυρώ κι ο αγαπημένος της παντρεύονται. Αποκτούν ένα παιδάκι. Μετά την γέννα εκδηλώνεται η φοβερή λέπρα στην Αργυρώ. Πρέπει να αφήσει τον άντρα της, το νεογέννητο αγγελούδι της, το σπιτικό της, όλο το στήσιμο της ζωής της και να απομονωθεί στην Σπιναλόγκα, το νησί των καταραμένων. Την περιμένει η κοινή μοίρα αυτών των απόκληρων...
Ο πατέρας μένει μ' ένα λεχούδι στα χέρια. Αναζητάει τροφό για να του το αναστήσει και βρίσκει βοήθεια από μια γυναίκα στα Χανιά, στην άλλη άκρη της Κρήτης. Περνούν λίγοι μήνες. Η Αργυρώ καίγεται απ΄τη στέρηση του σπλάχνου της και παίρνει μια τρελή απόφαση. Νύχτα βουτάει στη θάλασσα και διασχίζει κολυμπώντας την απόσταση μέχρι την απέναντι στεριά. Έχει κάνει εναν μπόγο τα ρούχα της και τά 'χει δέσει πάνω στο κεφάλι της. Περπατάει εφτά μερόνυχτα, μόνη, κρυπτόμενη για να μην την αντιληφθούν και την πετροβολήσουν, σχεδόν άσιτη και άποτη και κάποια στιγμή φθάνει στα Χανιά και βρίσκει το σπίτι της τροφού -είχε πάρει τις πληροφορίες της από τα μηνύματα που της έστελνε ο άντρας της. Το βρίσκει έρημο. Κάθεται παράμερα στην αυλή και περιμένει. Κάποια στιγμή έρχονται κάποιοι, μια γυναίκα, δυο-τρεις γριές. Από μακριά τους μιλάει, τους συστήνεται. "Μόνο να μου πείτε αν είναι καλά το παιδί μου. Μόνο να το δω από μακριά!!!" τους λέει. "Το παιδί σου πέθανε χθες το βράδυ! Μόλις το κηδέψαμε, ερχόμαστε από τα μνήματα...". "Ο Κύριος μου το έδωσε, ο Κύριος μου το πήρε! Ας είναι ευλογημένο το Άγιο Όνομά Του!" Μαζεύει τα συντρίμμια της, τον πόνο της και παίρνει το δρόμο της επιστροφής...
Περνούν λίγα χρόνια. Εκείνη πάντα στην Σπιναλόγκα. Παίρνει μήνυμα από τον άντρα της πως θέλει να παντρευτεί. Εκείνος είναι νέος και δεν υπάρχει καμιά ελπίδα σωτηρίας και επιστροφής για την Αργυρώ. "Μ΄όλη μου την καρδιά και την αγάπη μου!!!", του απαντάει. Και τη μέρα του γάμου κάνει πάλι την ίδια παράτολμη ενέργεια. Βγαίνει κολυμπώντας και παρευρίσκεται στο γάμο, πάλι από μακριά. Κι όταν τελειώνει το μυστήριο πλησιάζει τη νύφη και της φωνάζει "Έχεις καλόν άντρα να τον αγαπάς!" και της αφήνει και το δώρο της, ένα χρηματικό ποσό που το μάζεψε ψίχουλο-ψίχουλο από το επίδομα που της έδιναν. Και σε κάθε παιδί που γεννούσε αυτή η γυναίκα, έβγαινε με τον ίδιο τρόπο στη βάφτισή του κι άφηνε ένα δώρο, ό,τι μπορούσε η φτώχια της να προσφέρει...
Το 1957 το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκα κλείνει. Έχει φθάσει κι εδώ το φάρμακο της λέπρας. Όσοι είχαν την νόσο σε πρώιμα στάδια θεραπεύθηκαν και επέστρεψαν στα σπίτια και στις οικογένειές τους. Οι παλιοί ασθενείς, στους οποίους είχαν προκληθεί ορατές ανεπανόρθωτες βλάβες και οι  οποίοι ως επί το πλείστον είχαν ξεχαστεί και από τις οικογένειές τους, αν και θεωρούνταν ασφαλείς πλέον με την θεραπεία στην οποία είχαν και αυτοί υποβληθεί, μεταφέρθηκαν σε ειδική πτέρυγα του Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων στην Αγία Βαρβάρα Αττικής.
Εδώ η Αργυρώ θα γίνει μια ταπεινή διάκονος των πιο ηλικιωμένων ασθενών. Θα γνωρίσει τον Άγιο Νικηφόρο και τον Άγιο Ευμένιο και θα βιώσει την άπειρη αγάπη του Θεού. Θα πάρει και θα δώσει αγάπη και προσφορά, θα αγιάσει με τη ύπαρξή της εκείνον τον ταλαίπωρο τόπο. Μαζί με δυο-τρεις άλλες ομοιοπαθείς γυναίκες έπλεναν, καθάριζαν, περιποιούνταν και νεκροστόλιζαν, όταν ερχόταν η ώρα τους, τις λεπρές αδελφές. Αξιοσημείωτο είναι και το τάμα που είχαν από παλιά κάνει: "Κάνε, Θεέ μου, να βρεθεί το φάρμακο για τη λέπρα, όχι για μας, για τους νέους που χάνουν την αξιοπρέπεια και τη ζωή τους και δεν θα φάμε λάδι στον αιώνα!!!". Κι αφού βρέθηκε το φάρμακο έπρεπε να κρατήσουν την υπόσχεση. Και την κράτησαν. Και δεν έβαλαν λάδι στο στόμα τους. Και το Πάσχα για να κάνουν κατάλυση βουτούσαν το δάχτυλο, το κολοβωμένο απ' την αρρώστια, στο λάδι της καντήλας και το ακουμπούσαν στα χείλη τους για να τιμήσουν την ημέρα την Ανάστασης χωρίς να πατήσουν τον όρκο τους.
Αυτή ήταν η Αργυρώ. Ποιος ξέρει πόσα άλλα διαμάντια έκρυβε η μαρτυρική ζωή της! Αλλά ο Θεός την εφανέρωσε και το λείψανό της ευωδίαζε! Το λείψανο αυτής που εν ζωή έπρεπε να περικρύπτει την ασχήμια και την κακοσμία του λεπρού της σώματος!!!