Η ιστορία που ακολουθεί είναι αληθινή. Μας την διηγήθηκε σε ανοιχτή σύναξη ο πατήρ Μ. *Παρατίθεται ελαφρά διασκευασμένη.
"Η Μαρία έφτασε πια τα σαράντα επτά. Πέτυχε αρκετά στο επάγγελμά της, αλλά δεν κατάφερε να βρει σύζυγο. Όχι γιατί η ίδια ήταν δύσκολη ή είχε κάποιο ελάττωμα που την έκανε απωθητική. Το αντίθετο! Ήταν πολύ καλοδιάθετη και πολύ ευχάριστη και πολύ συμπαθητική. Αρκετοί νέοι την είχαν πλησιάσει με σκοπό τη σοβαρή γνωριμία και το γάμο. Κάποιους από αυτούς τους είχε και η ίδια συμπαθήσει και θέλησε να προχωρήσει τη γνωριμία τους. Όλες οι προσπάθειες και οι αποφάσεις της σκάλωναν ...στους γονείς της. Όταν τους παρουσίαζε τον ενδιαφερόμενο, έβρισκαν οπωσδήποτε κάποιο λόγο να τον απορρίψουν. Ο ένας δεν ήταν της ίδιας κοινωνικής τάξης, ο άλλος δεν ήταν πολύ συμπαθητικός, ο τρίτος ήταν υποδεέστερος στη μόρφωση, ο τέταρτος δεν είχε μαλλιά κι ο πέμπτος είχε πολύ μεγάλη μυωπία. Η Μαρία ήταν αυτό που λέμε "καλό παιδί". Δεν ήθελε να παρακούσει τους γονείς της. Ήθελε να έχει την απόλυτη συγκατάθεσή τους. Κι αυτή δεν κατάφερε ποτέ να την κερδίσει για κανέναν υποψήφιο γαμπρό.
Τώρα έχει πέσει σε βαριά κατάθλιψη. Δεν βλέπει στη ζωή της κανένα καλό, μόνο τη μοναξιά και την αποτυχία της. Ωστόσο συνεχίζει να ζει με τους ηλικιωμένους πια γονείς της, που τώρα δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν τη μελαγχολία της. Μέρα με τη μέρα βαραίνει. Εγκατέλειψε τη δουλειά της. Την απασχολεί μια σκέψη: Να βάλει τέρμα στη ζωή της. Μάλιστα έχει μηχανευτεί κι έναν τρόπο. Θα πέσει με το μικρό ΙΧ της πάνω σε μια νταλίκα, ώστε να είναι αυτή το θύμα κι όχι κάποιος άλλος αναίτιος οδηγός.
Πριν τολμήσει την απονενοημένη της πράξη εκμυστηρεύεται την απόφασή της σε μια φίλη της κι εκείνη έντρομη την παίρνει μαζί της και την οδηγεί σε κάποιον φωτισμένο πνευματικό.
Ο ιερέας ακούει την ιστορία της Μαρίας και την απόφασή της. Παρόλο που ταράζεται, ζητά τη θεϊκή φώτιση. Μετά από ολιγόλεπτη σιωπή και προσευχή της λέει:
"Σε παρακαλώ, Μαρία, μια που βρέθηκα μπροστά σου αυτή την κρίσιμη ώρα της ζωής σου, υποσχέσου μου ότι θα κάνεις ό,τι σου πω. (Η κοπέλα του δίνει το λόγο της). Ανάβαλε το σχέδιό σου. Βγάλ' το για λίγο τουλάχιστον από το μυαλό σου. Και κάνε το εξής: Σε ό,τι σου λένε οι γονείς σου θα κάνεις το αντίθετο. Μην αισθανθείς καμιά ενοχή, ακόμη κι αν ο πατέρας ή η μητέρα σου στεναχωρηθούν με την ανυπακοή σου. Δείξου ακόμη και σκληρή. Μέχρι να καταλάβουν οι γονείς σου ότι δεν μπορούν να διαφεντεύουν τη ζωή σου".
Η Μαρία απορημένη με την προτροπή του πατρός πήρε την ευχή του κι επέστρεψε στο σπίτι της αποφασισμένη να κάνει ό,τι της είπε. Στο κάτω-κάτω της φάνηκε πιο εύκολο από το να καρφωθεί στη νταλίκα. Ακόμα και στις απλούστερες εντολές ή προτροπές των γονιών της αντιδρούσε αρνητικά. Στην αρχή τους είδε να παραξενεύονται, μετά να θυμώνουν και να πικραίνονται κι ύστερα να παραιτούνται από το θανάσιμο σφιχταγκάλιασμα της ζωής της. Πέρασαν τρεις εβδομάδες. Η Μαρία καταευχαριστήθηκε τη νέα της συμπεριφορά. Άρχισε να βλέπει ότι μπορούσε να πάρει μόνη της αποφάσεις. Άρχισε να κινητοποιεί τη βούληση, την κρίση, την προνοητικότητα ακόμη και το θυμό της. Άρχισε να χτυπά μέσα της ξανά ζωντανά η καρδιά της. Αισθάνθηκε πως ξεκολλάει από ένα βούρκο, πως ξεφεύγει από ένα βρόχο, πως ζει, πως θέλει να ζήσει, πως μπορεί να βάλει η ίδια κάποιον στόχο για τη δική της ζωή.
Έτρεξε μόνη της να βρει τον πατέρα ... . Έβαλε μετάνοια και του φίλησε με ενθουσιασμό τα χέρια.
"Δεν με νοιάζει που δεν παντρεύτηκα, λέει. Δεν ήταν αυτό το πρόβλημά μου. Είδα καθαρά πως ήθελα να πεθάνω γιατί δεν είχα δικό μου πρόσωπο. Είχα αποποιηθεί την ελευθερία μου. Είχα αναθέσει τη ζωή μου στους γονείς μου. Είχα προ πολλού αυτοκτονήσει. Τώρα νομίζω πως αναστήθηκα..."
Η Μαρία ζει ευλογημένη, υπερδραστήρια, χαριτωμένη και σε άριστη σχέση με τους γονείς της.
"Η Μαρία έφτασε πια τα σαράντα επτά. Πέτυχε αρκετά στο επάγγελμά της, αλλά δεν κατάφερε να βρει σύζυγο. Όχι γιατί η ίδια ήταν δύσκολη ή είχε κάποιο ελάττωμα που την έκανε απωθητική. Το αντίθετο! Ήταν πολύ καλοδιάθετη και πολύ ευχάριστη και πολύ συμπαθητική. Αρκετοί νέοι την είχαν πλησιάσει με σκοπό τη σοβαρή γνωριμία και το γάμο. Κάποιους από αυτούς τους είχε και η ίδια συμπαθήσει και θέλησε να προχωρήσει τη γνωριμία τους. Όλες οι προσπάθειες και οι αποφάσεις της σκάλωναν ...στους γονείς της. Όταν τους παρουσίαζε τον ενδιαφερόμενο, έβρισκαν οπωσδήποτε κάποιο λόγο να τον απορρίψουν. Ο ένας δεν ήταν της ίδιας κοινωνικής τάξης, ο άλλος δεν ήταν πολύ συμπαθητικός, ο τρίτος ήταν υποδεέστερος στη μόρφωση, ο τέταρτος δεν είχε μαλλιά κι ο πέμπτος είχε πολύ μεγάλη μυωπία. Η Μαρία ήταν αυτό που λέμε "καλό παιδί". Δεν ήθελε να παρακούσει τους γονείς της. Ήθελε να έχει την απόλυτη συγκατάθεσή τους. Κι αυτή δεν κατάφερε ποτέ να την κερδίσει για κανέναν υποψήφιο γαμπρό.
Τώρα έχει πέσει σε βαριά κατάθλιψη. Δεν βλέπει στη ζωή της κανένα καλό, μόνο τη μοναξιά και την αποτυχία της. Ωστόσο συνεχίζει να ζει με τους ηλικιωμένους πια γονείς της, που τώρα δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν τη μελαγχολία της. Μέρα με τη μέρα βαραίνει. Εγκατέλειψε τη δουλειά της. Την απασχολεί μια σκέψη: Να βάλει τέρμα στη ζωή της. Μάλιστα έχει μηχανευτεί κι έναν τρόπο. Θα πέσει με το μικρό ΙΧ της πάνω σε μια νταλίκα, ώστε να είναι αυτή το θύμα κι όχι κάποιος άλλος αναίτιος οδηγός.
Πριν τολμήσει την απονενοημένη της πράξη εκμυστηρεύεται την απόφασή της σε μια φίλη της κι εκείνη έντρομη την παίρνει μαζί της και την οδηγεί σε κάποιον φωτισμένο πνευματικό.
Ο ιερέας ακούει την ιστορία της Μαρίας και την απόφασή της. Παρόλο που ταράζεται, ζητά τη θεϊκή φώτιση. Μετά από ολιγόλεπτη σιωπή και προσευχή της λέει:
"Σε παρακαλώ, Μαρία, μια που βρέθηκα μπροστά σου αυτή την κρίσιμη ώρα της ζωής σου, υποσχέσου μου ότι θα κάνεις ό,τι σου πω. (Η κοπέλα του δίνει το λόγο της). Ανάβαλε το σχέδιό σου. Βγάλ' το για λίγο τουλάχιστον από το μυαλό σου. Και κάνε το εξής: Σε ό,τι σου λένε οι γονείς σου θα κάνεις το αντίθετο. Μην αισθανθείς καμιά ενοχή, ακόμη κι αν ο πατέρας ή η μητέρα σου στεναχωρηθούν με την ανυπακοή σου. Δείξου ακόμη και σκληρή. Μέχρι να καταλάβουν οι γονείς σου ότι δεν μπορούν να διαφεντεύουν τη ζωή σου".
Η Μαρία απορημένη με την προτροπή του πατρός πήρε την ευχή του κι επέστρεψε στο σπίτι της αποφασισμένη να κάνει ό,τι της είπε. Στο κάτω-κάτω της φάνηκε πιο εύκολο από το να καρφωθεί στη νταλίκα. Ακόμα και στις απλούστερες εντολές ή προτροπές των γονιών της αντιδρούσε αρνητικά. Στην αρχή τους είδε να παραξενεύονται, μετά να θυμώνουν και να πικραίνονται κι ύστερα να παραιτούνται από το θανάσιμο σφιχταγκάλιασμα της ζωής της. Πέρασαν τρεις εβδομάδες. Η Μαρία καταευχαριστήθηκε τη νέα της συμπεριφορά. Άρχισε να βλέπει ότι μπορούσε να πάρει μόνη της αποφάσεις. Άρχισε να κινητοποιεί τη βούληση, την κρίση, την προνοητικότητα ακόμη και το θυμό της. Άρχισε να χτυπά μέσα της ξανά ζωντανά η καρδιά της. Αισθάνθηκε πως ξεκολλάει από ένα βούρκο, πως ξεφεύγει από ένα βρόχο, πως ζει, πως θέλει να ζήσει, πως μπορεί να βάλει η ίδια κάποιον στόχο για τη δική της ζωή.
Έτρεξε μόνη της να βρει τον πατέρα ... . Έβαλε μετάνοια και του φίλησε με ενθουσιασμό τα χέρια.
"Δεν με νοιάζει που δεν παντρεύτηκα, λέει. Δεν ήταν αυτό το πρόβλημά μου. Είδα καθαρά πως ήθελα να πεθάνω γιατί δεν είχα δικό μου πρόσωπο. Είχα αποποιηθεί την ελευθερία μου. Είχα αναθέσει τη ζωή μου στους γονείς μου. Είχα προ πολλού αυτοκτονήσει. Τώρα νομίζω πως αναστήθηκα..."
Η Μαρία ζει ευλογημένη, υπερδραστήρια, χαριτωμένη και σε άριστη σχέση με τους γονείς της.
1 σχόλιο:
Μεγάλη υπόθεση η αυτονόμηση στη σωστή ώρα και με την ανάλογη ωριμότητα.
Σοφοί οι γονείς που καλλιεργούν και αφήνουν αυτή την ελευθερία στα παιδιά τους.
Δόξα τω Θεώ για τους γονείς μας!
Δημοσίευση σχολίου