Μήνες περπατούν οι δυο μοναχοί, ο Βαρνάβας κι ο Σωφρόνιος.
Ξεκίνησαν από την Αθήνα. Τραβούν βόρεια κι ανατολικά, όπως τους καθοδηγεί η Παναγία.
Είμαστε στον 10ο μ.Χ. αιώνα. Στο θρόνο της Βασιλεύουσας η Μακεδονική Δυναστεία.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην πιο "καθαρή" και ένδοξη φάση της.
Προχωρούν βόρεια. Περνούν από το Στείρι της Βοιωτίας και προσκυνούν το λείψανο του Αγίου Λουκά. Έχει κοιμηθεί οσιακά μόλις πριν λίγα χρόνια. Στη Λάρισα προσκυνούν το λείψανο του Αγίου Αχιλλείου λίγους μήνες πριν το συλλήσει ο Σαμουήλ, ο Βούλγαρος ηγεμών, και στη Θεσσαλονίκη του Αγίου Δημητρίου. Στο Άγιον Όρος τους υποδέχονται φιλόξενα οι μοναχοί της Μονής Βατοπεδίου όπου παραμένουν για αρκετές ημέρες. Είναι ευπρόσδεκτοι, τους προσκαλούν να παραμείνουν για πάντα στη Μονή. Όμως η Παναγία τους καλεί. Εμφανίζεται πάλι στον Βαρνάβα και τον προτρέπει να συνεχίσουν ανατολικά.
Αποχαιρετούν τον Ηγούμενο και τη συνοδεία του και κατεβαίνουν στον αρσανά της Μονής. Εκεί με έκπληξη συναντούν δυο άγνωστούς τους ναυτικούς που τους αναζητούν ονομαστικά. Έχουν κατεβεί από το καράβι που μόλις έχει δέσει. Τους έχει φανερωθεί πριν αρκετές ημέρες, όταν παρέπλεαν την Κύπρο, η Παναγία κι αυτή τους οδήγησε εδώ με την εντολή να παραλάβουν δύο μοναχούς, τον Βαρνάβα και τον Σωφρόνιο, που βρίσκονται στο Βατοπέδι.
Οι δυο μοναχοί συγκινημένοι επιβιβάζονται στο πλοίο που τους αφήνει στη Μαρώνεια της Θράκης. Μετά από οδοιπορία αρκετών ημερών μπαίνουν στην Πόλη, τη Βασιλεύουσα.
Δεν υπάρχει ωραιότερο και μεγαλοπρεπέστερο θέαμα στην οικουμένη. Ό,τι άλλο έχουν δει και γνωρίσει μέχρι τώρα είναι πολύ μικρό κι ασήμαντο μπροστά σ' αυτά που αντικρίζουν τα μάτια τους: Τα τείχη τα θεόρατα κι άπαρτα με τους στιβαρούς πύργους, οι λεωφόροι με τις αψίδες και τις κιονοστοιχίες, τα fora με τα αγάλματα, οι εκκλησιές, τα παλάτια, τ' αρχοντόσπιτα, τα λιμάνια, οι αγορές όπου βρίσκονται σωροί προϊόντων για πούλημα κι όλες οι φυλές της γης. Αν και κατάκοποι και σαστισμένοι κατευθύνονται βιαστικοί στη δόξα της οικουμένης: στο Ναό της του Θεού Σοφίας.
Με δάκρυα στα μάτια αξιώνονται αυτοί οι "τιποτένιοι" να μπουν στον Ναό, που όμοιός του δεν υπάρχει στον κόσμο. Βγάζουν τα λιωμένα τους παπούτσια και γονατίζουν, μάλλον σωριάζονται εκεί δα μπροστά στην τεράστια θύρα. Ευχαριστούν την Πλατυτέρα που μ' ανοιχτά χέρια τους αγκαλιάζει από την κόγχη του ιερού και τους προσκαλεί κοντά της και ανανεώνει την παράκλησή της να συνεχίσουν το ταξίδι τους ανατολικότερα.
.
Λίγες μέρες αργότερα, αφού πάρουν την ευχή του Πατριάρχη, αρχίζουν πάλι, μάλλον συνεχίζουν το κοπιαστικό τους ταξίδι. Περνούν από τη Νικομήδεια, την πρωτεύουσα του Διοκλητιανού και πόλη των μαρτύρων, την πλούσια Κασταμονή που αργότερα θα χαρίσει στο Βυζάντιο την οικογένεια των Κομνηνών, την Καβησσό και την όμορφη Αμάσεια με τον Ίρι ποταμό.
Στην Αμισό (Σαμψούντα) αντικρίζουν μπροστά τους τον Εύξεινο Πόντο. Η θέα του τους μαγεύει και τους τρομάζει.
Εκπλήσσονται για το πόσο μακριά από την Αθήνα έχουν φθάσει κι αναρωτιούνται για πού τους προορίζει η Παναγία. Ο κόπος τους μεγάλος, αλλά η επιθυμία τους να εκτελέσουν το θέλημά της είναι ακόμη μεγαλύτερη. Συνεχίζουν απτόητοι προς την Οινόη, την Κερασούντα και την Τραπεζούντα, τη μεγάλη πόλη του Πόντου.
Εδώ ξεκουράζονται λίγες ημέρες, ώσπου η Παναγία να τους υποδείξει με μεγαλύτερη ακρίβεια τον τόπο της. Πρέπει να διασχίσουν την κοιλάδα του Δαφνούντα ποταμού κι εκεί στο Μέλαν Όρος θα τους φανερωθεί. Η περιπέτειά τους μπαίνει στην τελική της φάση. Η πίστη τους ακράδαντη. Όλα τα εμπόδια στην μέχρι τώρα μακρότατη κι επίπονη κι επικίνδυνη πολλές φορές πορεία τους τα έχει άρει η Παντάνασσα. Και τώρα θα τους δείξει σημείο. Κοντεύει η ώρα της αποκάλυψής της...Καθώς βαδίζουν στις όχθες του Δαφνούντα τους εντυπωσιάζει η ομορφιά κι επιβλητικότητα του τοπίου. Καταρράκτες πρασίνου κυλούν θαρρείς, απ' τις βουνοπλαγιές. Κι όσο προχωρούν, βασιλεύουν τα έλατα. Ορθοπλαγιές και έλατα κι ένας βαρύς ουρανός!
Μετά από τρεις ημέρες φθάνουν στα ριζά ενός εντυπωσιακού βράχου. Δεν είναι απλά όρθιος. Γέρνει προς τα μπρος και σχηματίζει μια ανοιχτή άνετη σπηλιά εντελώς προστατευμένη. Κοντοστέκονται κι αφουγκράζονται τη φωνή εκείνη που χρόνια τώρα τους καλεί και τους καθοδηγεί.
"Ναι! Εδώ! Σ' αυτόν τον βράχο ανεβείτε και θα με βρείτε!"Αυτά τα τελευταία μέτρα δεν τα περπατούν. Πετούν! κι ας είναι όρθια η ανηφόρα κι ας γλιστρούν τα πόδια στις λάσπες και τα λιωμένα φύλλα... Κι όταν φτάνουν στο άνοιγμα κάτω απ' αυτόν τον πανύψηλο βράχο... ποιο στόμα να περιγράψει τη συγκίνηση και τη χαρά τους!...ακουμπισμένη απαλά πάνω σε μια πέτρα, καθαρή η εικόνα της Παναγιάς της Αθηνιώτισσας που κατά την παράδοση την είχε αγιογραφήσει ο Λουκάς ο Ευαγγελιστής!
Αργότερα κι οι μουσουλμάνοι έγιναν προσκυνητές και ικέτες στην Meriemana. Κι έγινε και γι'αυτούς Μάνα και θεράπευσε και παρηγόρησε κι αυτά τα παιδιά της...
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου