Αναγνώστες

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Μεσολόγγι ...Έξοδος...Κυριακή των Βαΐων


-Μάνα...πεινώ...
-Δεν απομείνε τίποτα πλιο...
-Μάνα, ο πατέρας μου πού είναι πια;
-Εκεί στην ντάπια του ξαγρυπνά...
ή ποιος το ξέρει 
μπορεί και νά 'φυγε στον ουρανό...
-Μάνα, μας άφηκε, λέω, κι αυτός ο Θεός! 
 Μόνοι στο έλεος των εχθρών...
-Τι λες, παιδί μου;  Τι ξεστομίζεις;
 Κι αν μες στα δόντια του μάς έσφιξ' ο Χάρος,
πιο δυνατός και πιο γρήγορος είν' ο Θεός.
Κει πάνω, κοντά Του έχει ετοιμάσει
τόπο αβασάνιστο, χλοερό,
γι' αυτούς που λιώσαν από την πείνα,
γι' αυτούς που ο πόνος τους  έχει σβήσει,
για κάθε έρμο και ορφανό.
..............................................

-Μάνα, πού πάμε, μέσα στη νύχτα;
-Πάψε, παιδί μου, μην ακουστείς...
Απόψε η νύχτα θάναι μεγάλη!
Αφήνουμε πίσω το Μεσολόγγι,
αυτή τη γη, τη γλυκιά πατρίδα,
και μες απ' τα στόματα των εχθρών
ή θα περάσουμε σ' αιώνια δόξα
ή θα κερδίσουμε λευτεριά!
Μην ακουστείς πια, παιδί μου,
μόνο ψιθύριζε σιωπηλά:
"Έλέησε, Κύριε, τη δόλια Ελλάδα μας
και κράτα με μες στη δική Σου αγκαλιά!"
....................................................

-Παιδί μου, αγόρι μου, μονάκριβε γιε μου  
έφυγες, χάθηκες μες στην αντάρα, στον χαλασμό...


Μονάχη απόμεινα να βολοδέρνω
μες στα ρουμάνια και τα λαγκάδια να τριγυρνώ.
Και τ' ακριβό μου το Μεσολόγγι το βλέπω πέρα
καμένο κι έρμο να κλαίει βουβά!
Κείνο κι εγώ στον πόνο δέσαμε,
γινήκαμ΄ ένα κομμάτι πόνου και δόξας,
θρήνου κι αιώνιας αναφοράς!  (Σ.Κ.)













Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Υιοθεσία


Πριν από είκοσι περίπου χρόνια σ’ ένα μεγάλο πάρκο της Νέας Υόρκης έκαναν βόλτα ένας πάστορας με το γιο του, ένα παλικάρι 17 χρονών. Περπατούσαν αμέριμνοι, συζητούσαν, χαιρόντουσαν. Ξαφνικά, από το πουθενά, θα λέγαμε, τους πλησίασε ένας νέος σε άσχημη κατάσταση, μάλλον μεθυσμένος. Πριν συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει, τράβηξε έναν σουγιά και τον κάρφωσε στο στήθος του παιδιού. Το παιδί σωριάστηκε αιμόφυρτο και σε λίγα λεπτά ξεψύχησε στα χέρια του πατέρα του. Ο μεθυσμένος νεαρός παραπατώντας πήγε λίγο παραπέρα και κατέρρευσε κι αυτός. Μαζεύτηκε κόσμος, περικύκλωσαν και τον δυστυχισμένο πατέρα με το δολοφονημένο παιδί του και τον άθλιο νεαρό. Ήρθε και η αστυνομία. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των παρισταμένων συνέλαβαν τον δράστη και τον οδήγησαν στη φυλακή.
Ο πατέρας ανέβηκε τον Γολγοθά του. Κήδεψε το παιδί του.
Σε λίγες μέρες ειδοποιήθηκε από την αστυνομία να πάει να καταθέσει μήνυση εναντίον του νεαρού. Ο πατέρας, αφού προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο να του δώσει τη δύναμη να συναντήσει χωρίς μίσος και θυμό τον φονιά του παιδιού του, ξεκίνησε για τις φυλακές. Η καρδιά του ήταν μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Απ’ τη μια η φυσική αντίδραση, ο θυμός για τον απρόκλητο φόνο. Απ΄την άλλη τα λόγια του Χριστού: «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών. Αγαθοποιείτε αυτούς που σας κάνουν κακό, ευλογείτε αυτούς που σας καταριούνται!». Εντείνει τη δύναμη της προσευχής του. 
Στη φυλακή συναντάει έναν αξιολύπητο νέο άντρα. Δεν είναι πάνω από είκοσι χρονών. Είναι συντετριμμένος. Του έχουν πει τι έχει κάμει πάνω στο μεθύσι του και τι τον περιμένει. Πολλά χρόνια φυλάκισης.
 Όταν συναντιούνται οι δυο, ο πάστορας κι ο δολοφόνος του παιδιού του, για λίγα λεπτά επικρατεί σιωπή. Ο πάστορας αναζητάει τα μάτια του άλλου. Εκείνος είναι εξουθενωμένος. Τα μάτια του κοιτούν το πάτωμα. Ψελλίζει λόγια ακαταλαβίστικα κι ύστερα ξεσπάει σε λυγμούς απόγνωσης κι απελπισίας. 
Ήρεμα τον πλησιάζει ο πάστορας και του πιάνει τα χέρια. Τον βάζει να καθίσει απέναντί του κι αρχίζει να του μιλάει, να τον ρωτάει ποιος είναι, ποια είναι η οικογένειά του, πού μένει, αν έχει δουλειά. Ο νεαρός ηρεμεί και σιγά-σιγά ξετυλίγει μπροστά στον πατέρα την δυστυχισμένη ζωή του: «Όταν ήταν πολύ μικρός τους εγκατέλειψε ο πατέρας, ο οποίος μπαινόβγαινε στις φυλακές και φυσικά δεν γύρισε να τους ξαναδεί. Η μητέρα του άρχισε να εκδίδεται για να βγάζει ένα πιάτο φαγητό. Μπαινόβγαιναν οι ξένοι άντρες στο σπίτι τους. Δεν το άντεξε. Σηκώθηκε κι έφυγε πάνω στην εφηβεία, τότε που η ψυχή του ανθρώπου είναι ανταριασμένη και στις καλύτερες συνθήκες. Πείνασε, κρύωσε, έκλεψε, μέθυσε, πήρε ναρκωτικά, τον εκμεταλλεύθηκαν από κάθε άποψη. Κατάντησε ένα κουρέλι». 
Ο πάστορας τον ακούει προσεχτικά. Συγκλονίζεται από τον πόνο και την ταλαιπωρία αυτής της ψυχής. Ξεχνάει εντελώς τη δολοφονία του παιδιού του. Δεν έχει έναν φονιά απέναντί του. Έχει έναν δολοφονημένο νέο! Του παιδιού του σκοτώθηκε το σώμα. Αυτού εδώ του νεαρού σκοτώθηκε η ψυχή! 
Τα μάτια και των δύο τρέχουν δάκρυα. Ο πάστορας αγκαλιάζει τον βρώμικο νέο κι ύστερα τον κοιτάζει στα μάτια και του λέει: «Παιδί μου, από σήμερα θα γίνεις εσύ ο γιος μου! Θα σε υιοθετήσω στη θέση του χαμένου μου παιδιού! Δεν θα σ’ ασφήσω πια μόνο στον πόνο και την ορφάνια σου. Εγώ θα είμαι εδώ για σένα! Θα παλέψουμε μαζί!».
Κι έτσι έγινε! Ο νέος βρήκε έναν εξαιρετικό πατέρα και ευτυχώς ανταποκρίθηκε με πολλή ευγνωμοσύνη και αξιέπαινη προσπάθεια στην αγάπη του.

Ο Θεός μας υιοθέτησε, μας έκαμε παιδιά του, εμάς τους άθλιους! 
Εμάς που σταυρώσαμε τον μονογενή Υιό Του!
Τουλάχιστον ας ανταποκριθούμε στην αγάπη Του...





Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

Τη 9η του αυτού μηνός μνήμη των Αγίων Τεσσαράκοντα μαρτύρων των εν τη λίμνη Σεβαστεία μαρτυρησάντων

Απολυτίκιον 40 Μαρτύρων
Ήχος γ’. Θείας Πίστεως.
Θείω Πνεύματι, συγκροτηθέντες, δήμος ώφθητε, τροπαιοφόρος, Αθλοφόροι Χριστού Τεσσαράκοντα. δια πυρός γαρ και ύδατος ένδοξοι, δοκιμασθέντες λαμπρώς εδοξάσθητε. Αλλ’ αιτήσθε, Τριάδα την Υπερούσιον, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.


 Τότε τοίνυν ἀκούσαντες τοῦ προστάγματος (καὶ σκόπει μοι ἐνταῦθα τῶν ἀνδρῶν τὸ ἀήττητον), μετὰ χαρᾶς ἀποῤῥίψαντες ἕκαστος καὶ τὸν τελευταῖον χιτῶνα, πρὸς τὸν διὰ τοῦ κρύους ἐχώρουν θάνατον, ὥσπερ ἐν σκύλων διαρπαγῇ ἀλλήλοις ἐγκελευόμενοι.  
Μὴ γὰρ ἱμάτιον, φησὶν, ἀποδυόμεθα, ἀλλὰ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ἀποτιθέμεθα, τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης. Εὐχαριστοῦμέν σοι, Κύριε, τῷ ἱματίῳ τούτῳ τὴν ἁμαρτίαν συναποβάλλοντες. Ἐπειδὴ διὰ τὸν ὄφιν ἐνεδυσάμεθα, διὰ τὸν Χριστὸν ἐκδυσώμεθα. Μὴ ἀντισχώμεθα ἱματίων διὰ τὸν παράδεισον ὃν ἀπωλέσαμεν. Τί ἀνταποδῶμεν τῷ Κυρίῳ; Ἐξεδύθη ἡμῶν καὶ ὁ Κύριος. Τί μέγα δούλῳ τὰ τοῦ ∆εσπότου παθεῖν; Μᾶλλον δὲ καὶ αὐτὸν τὸν Κύριον ἡμεῖς ἐσμεν οἱ ἐκδύσαντες. Στρατιωτῶν γὰρ ἐκεῖνο τὸ τόλμημα, ἐκεῖνοι ἐξέδυσαν καὶ διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια.  Ἀνάγραπτον οὖν ἡμῶν κατηγορίαν δι' ἑαυτῶν ἀπαλείψωμεν. ∆ριμὺς ὁ χειμὼν, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος· ἀλγεινὴ ἡ πῆξις, ἀλλ' ἡδεῖα ἡ ἀνάπαυσις. Μικρὸν ἀναμείνωμεν, καὶ ὁ κόλπος ἡμᾶς θάλψει τοῦ πατριάρχου. Μιᾶς νυκτὸς ὅλον αἰῶνα ἀνταλλαξώμεθα. Καυθήτω ὁ ποῦς, ἵνα διηνεκῶς μετ' ἀγγέλων χορεύῃ· ἀποῤῥυήτω ἡ χεὶρ, ἵνα ἔχῃ παῤῥησίαν πρὸς τὸν ∆εσπότην ἐπαίρεσθαι. Πόσοι τῶν στρατιωτῶν τῶν ἡμετέρων ἐπὶ παρατάξεως ἔπεσον, βασιλεῖ φθαρτῷ τὴν πίστιν φυλάττοντες; ἡμεῖς δὲ ὑπὲρ τῆς εἰς τὸν ἀληθινὸν βασιλέα πίστεως τὴν ζωὴν ταύτην οὐ προησόμεθα; Πόσοι τὸν τῶν κακούργων ὑπέστησαν θάνατον, ἁλόντες ἐπ' ἀδικήμασιν; ἡμεῖς δὲ ὑπὲρ δικαιοσύνης τὸν θάνατον οὐχ ὑποίσομεν; Μὴ ἐκκλίνωμεν, ὦ συστρατιῶται, μὴ δῶμεν νῶτα τῷ διαβόλῳ. Σάρκες εἰσὶ, μὴ φεισώμεθα· ἐπειδὴ δεῖ πάντως ἀποθανεῖν, ἀποθάνωμεν ἵνα ζήσωμεν. Γενέσθω ἡ θυσία ἡμῶν ἐνώπιόν σου, Κύριε· καὶ προσδεχθείημεν, ὡς θυσία ζῶσα, εὐάρεστός σοι, τῷ κρύει τούτῳ ὁλοκαυτούμενοι, καλὴ ἡ προσφορὰ, καινὸν τὸ ὁλοκαύτωμα, οὐ διὰ πυρὸς, ἀλλὰ διὰ κρύους ὁλοκαρπούμενον...


 Πάντως δὲ ἴστε, οἱ πεπειραμένοι χειμῶνος, ὡς ἀφόρητόν ἐστι τῆς βασάνου τὸ εἶδος. Οὐδὲ γὰρ δυνατὸν ἄλλοις ἐνδείξασθαι ἢ τοῖς προαποκείμενα ἔχουσιν ἐκ τῆς πείρας αὐτῆς τῶν λεγομένων τὰ ὑποδείγματα. Σῶμα γὰρ κρύει παραπεσὸν πρῶτον μὲν ὅλον ἐστὶ πελιδνὸν, πηγνυμένου τοῦ αἵματος· ἔπειτα κλονεῖται καὶ ἀναβράσσεται, ὀδόντων ἀρασσομένων, σπωμένων δὲ τῶν ἰνῶν, καὶ παντὸς τοῦ ὄγκου ἀπροαιρέτως συνελκομένου. Ὀδύνη δέ τις δριμεῖα, καὶ πόνος ἄῤῥητος αὐτῶν καθικνούμενος τῶν μυελῶν, δυσφορωτάτην ποιεῖται τοῖς πηγνυμένοις τὴν αἴσθησιν. Ἔπειτα ἀκρωτηριάζεται, ὥσπερ ἀπὸ πυρὸς, καιομένων τῶν ἄκρων. Ἀποδιωκόμενον γὰρ τὸ θερμὸν ἀπὸ τῶν περάτων τοῦ σώματος, καὶ συμφεῦγον ἐπὶ τὸ βάθος, τὰ μὲν, ὅθεν ἀπέστη, νεκρὰ καταλείπει, τὰ δὲ, ἐφ' ἃ συνωθεῖται, ὀδύναις δίδωσι, κατὰ μικρὸν τοῦ θανάτου διὰ τῆς πήξεως προσιόντος...


(Αποσπάσματα από τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου 

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

Άγιος Γεώργιος ο εκ Ραψάνης

Όταν ήμασταν μικροί συχνά φιλοξενούμασταν στο πατρικό σπίτι της θείας μας, ένα παλιό αρχοντικό στη Ραψάνη. (Σύντομα θα το φωτογραφίσω και θα το παρουσιάσω).


Στον επάνω όροφο υπήρχε ένα δωμάτιο το οποίο προξενούσε φόβο στην παιδική ψυχή μας. Ήταν ο Άγιος! Το δωμάτιο είχε αυτό το όνομα! Ο Άγιος! Η θεία μας και η μητέρα της, η γλυκύτατη γιαγιά Αρτεμούλα, κρατούσαν εκεί μέσα άσβεστη την καντήλα και μας έμπαζαν πού και πού και μας τα παιδιά να προσκυνήσουμε τον Άγιο. Εκεί σ' εκείνο το δωμάτιο βρίσκονταν τα λείψανα του νεομάρτυρα Αγίου Γεωργίου που καταγόταν από τη Ραψάνη.



Γιατί αυτό το σπίτι, της θειάς μας, είχε χτιστεί το 1878 πάνω στα ερείπια του Ιεροδιδασκαλείου της Ραψάνης, στο οποίο φυλάσσονταν από το 1818 τα λείψανα του Αγίου με μεγάλη ευλάβεια και αγάπη από τους Ραψανιώτες.
Ήταν εικοσάχρονο παλικάρι, ολόθερμος κήρυκας του ευαγγελίου, στήριγμα των υπόδουλων συμπατριωτών του. Μάζευε τα παιδιά του χωριού και σαν τον Άγιο Δημήτριο τα κατηχούσε στη χριστιανική πίστη. Κοντά στ' άλλα παιδιά κι ένα τουρκόπουλο συναρπάσθηκε από τα μαθήματα του Γεωργίου, αλλοιώθηκε η καρδούλα του, θέλησε κι αυτό να γίνει Χριστιανός. Αυτό προκάλεσε την οργή των Τούρκων. Με τη βαριά κατηγορία του εκχριστιανισμού μουσουλμανόπαιδος παραδόθηκε στον Βελή Πασά στον Τύρναβο. Τα μαρτύριά του φριχτά. Τον έκλεισαν σε πυρακτωμένο λουτρό, γυμνό από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Τον τρύπησαν με σιδερένια νύχια. Του κάρφωσαν τα πόδια σε πέταλα. Τον διαπόμπευσαν σε όλο τον Τύρναβο. Τον κάρφωσαν σε τετράγωνο στύλο ίσο στο ύψος με τον Μάρτυρα και αφού τον περιτύλιξαν με σχοινιά βουτηγμένα στην πίσσα, στη νάφθα (ακάθαρτο πετρέλαιο) και σε άλλα ελαιώδη και οινοπνευματώδη υγρά, τον παρέδωσαν στη φωτιά. Όμως με τη Χάρη του Θεού, προς ενίσχυση του Αγίου, ο Μάρτυρας δεν έπαθε τίποτα.
Στις ιστορήσεις των εικόνων του παρουσιάζονται συμπληρωματικά και άλλες σκηνές βασανισμών. Στραγγαλισμοί, εξαρθρώσεις, κτυπήματα με το σπαθί, τοποθέτηση πυρακτωμένου σιδερένιου στεφανιού πάνω στο γυμνό σώμα του Νεομάρτυρος. 
Η πίστη του ακλόνητη!!! Το τέλος ήρθε με αποκεφαλισμό! Το σώμα του πετάχτηκε έξω από στρατώνες δίπλα στον ποταμό Τιταρήσιο. Επί τρία βράδια ουρανομήκης στήλη φωτός δόξαζε το άταφο κορμί του και κατεδείκνυε την αγιότητα του μάρτυρος. Οι Τούρκοι τρομοκρατημένοι ζήτησαν από τους συγγενείς του να παραλάβουν το σώμα του και να το κηδέψουν. Οι ευσεβείς γονείς του Χατζηλάσκαρης και Σμαράγδα μετέφεραν το αγαπημένο και πολυβασανισμένο σώμα στη Ραψάνη όπου και το εκήδευσαν και το ενταφίασαν. Στην ανακομιδή τα οστά του παραδόθηκαν για φύλαξη στο Ιεροδιδασκαλείο της Ραψάνης όπου και είχε διδάξει για τρία χρόνια ο νεαρός φλογερός μάρτυρας Γεώργιος.
Οι Ραψανιώτες ευλαβούνται βαθύτατα τον Άγιό τους στον οποίο αφιέρωσαν έναν μικρό ναό και πολλά θαύματά του μνημονεύονται.


Σήμερα συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από το μαρτύριό του. Ας έχουμε τις πρεσβείες του!