Παλιότερη δημοσίευση σε μια "τουμπιώτικη" ομάδα
Σεργιάνι στην Τούμπα των παιδικών μου χρόνων... (1)
Οι φωτογραφίες της πολύ δραστήριας ομάδας μας που δημιούργησε ο φίλος Κώστας Γούναρης –στον οποίο αξίζουν πολλές ευχαριστίες- με κατέκλυσαν με νοσταλγικές αναμνήσεις! Παιδί κι εγώ, γέννημα θρέμμα της προσφυγούπολής μας, θυμάμαι κι αναπολώ... κάνω ένα σεργιάνι στη γειτονιά μου, τη γειτονιά του ’50, του ’60, του ’70. Ξεκινάω το γύρο του τότε μεγάλου, τώρα μικρού μου κόσμου, από την Ανατολικής Θράκης και φθάνω ως την Αγία Βαρβάρα κι από το γήπεδο του ΠΑΟΚ ως την «Τσιμπλούκα». Θυμάμαι τα σχολεία μας, τα μαγαζάκια, τα στέκια και τους γραφικούς τύπους, μικροσυμβάντα που έδιναν χρώμα στην ανέμελη ζωή μας.
Ξεκινάω από τα σχολειά μας. Δύο ήταν τα δημοτικά της Κάτω Τούμπας, το Τενεκεδένιο και του Αδαμίδη. Στου Αδαμίδη, όπου φοίτησα, είχα δάσκαλο τον κ.Βασιλειάδη και τον κ. Γιώργο Πηλίτση ο οποίος μας επανέφερε στην τάξη με το «ρε ζουματισμένε!!!». Θυμάμαι ακόμη τον «Χαρχάλα» και την κ.Λέλα που αναλάμβανε τη μουσική και τη Χειροτεχνία-Ιχνογραφία. Στο Γραφείο των δασκάλων που ήταν στο βάθος του διαδρόμου μού έκαναν εντύπωση τα βαλσαμωμένα πουλιά και ζωάκια. Στους τοίχους βέβαια τα πορτραίτα των ηρώων! Αξέχαστη και η κ.Δήμητρα, η επιστάτριά μας.
Το Γυμνάσιό μας απέναντι από τον Άγιο Θεράποντα, στη θέση που σήμερα είναι δημοτικά σχολεία, το 19ο και το 72ο .
Ποιος δεν θυμάται τον Γυμνασιάρχη μας, τον Δημήτριο Καρασώτο; Εξαιρετικός φιλόλογος! Θεός συγχωρέσ’ τον! Όταν έβγαινε στο πλατύσκαλο –πάντα με το τσιγάρο στο χέρι- οι καθηγητές έκαναν λίγα βήματα πίσω... δέος! Οι εκδρομές ήταν η αδυναμία του, δεν τις ήθελε καθόλου. Όταν αποφασίζονταν από τον Σύλλογο τις ανακοίνωνε πάντα με την ίδια φράση: «Σήμερον θα εκδράμωμεν!».
Το κούρεμα των αγοριών έπρεπε να είναι «αλά αμερικέν» και ο έλεγχος ήταν αυστηρότατος. Όλοι στη σειρά, σε απόσταση ενός μέτρου ο ένας από τον άλλον, και αλίμονο αν κάποιου το μαλλί είχε μακρύνει... Διήμερη η αποβολή!
Θυμάμαι τον Γρηγορόπουλο, τον θεολόγο, με την ωραία χορωδία του να ψέλνει στην πρωινή προσευχή το «Πού πορευθώ» και να προετοιμάζει και να πραγματοποιεί εξορμήσεις στις φυλακές του Επταπυργίου, τον Ρεβύθη, τον φυσιογνώστη, τον Ιωαννίδη τον φιλόλογο - πόσο ηλικιωμένος να ήταν και στα μάτια μας φαινόταν «γέρος» και κέρδισε αυτό το παρατσούκλι-, την Παπακυριάκου, την «καλόγρια», τη Σιδερίδου, την «αρκούδα», τον Παπαναούμ, τον «Πόρκυ», τον γυμναστή Παπαδόπουλο Χαράλαμπο, τον επονομαζόμενο «Μπούγιο» που μας έβαζε να γονατίσουμε και να προχωρήσουμε με τα γόνατα πάνω στα χαλίκια όταν δεν πετυχαίναμε κάποια άσκηση ή όταν ήμασταν απείθαρχοι και τον Σέμψη που τον διαδέχθηκε! Ας τους αναπαύσει όλους ο Θεός! Μας έκαναν ανθρώπους! Θυμάμαι και τον κυρ-Παναγιώτη Μυλωνά, τον επιστάτη μας. Τον βλέπω να έρχεται πάνω στο ποδήλατό του με τα μπατζάκια του παντελονιού του σφιγμένα με λάστιχο... Το κυλικείο κάτω από τη σκάλα. Πουλούσε και σάντουιτς με λουκάνικο!!!!
Απέναντι απ΄το Γυμνάσιό μας, ο Άγιος Θεράποντας, το στολίδι μας! Ένας εξαιρετικός ναός που χτίστηκε απ’ το υστέρημα των φτωχών προσφύγων με τις ανύστακτες προσπάθειες του π. Παναγιώτη Καρατάσιου. Ένας απίστευτος αγώνας για να στηθεί ένας στιβαρός ναός με πολύ καλά υλικά. Και πόσα δεν άκουσε! Πάντα, και στην πιο αγνή προσπάθεια, βρίσκονται κάποιοι που πετούν λάσπη και πικρόλογα...! Αλλά και πόσοι τον στήριξαν! Πρέπει να αναφέρω την κ.Βηθλεέμ που επί χρόνια πουλούσε λαχεία σ’ όλη τη Θεσσαλονίκη. Τη θυμάμαι στο Βαρδάρη, δίπλα στα τείχη, μπροστά από ένα ετοιμόρροπο σπίτι, χειμώνα-καλοκαίρι. Εκεί ήταν το στέκι της! Κάτι σαν σημείο κατατεθέν της περιοχής. Αυτή και το άγαλμα του Βασιλιά Κωνσταντίνου!
Εκκλησιαζόμασταν με το σχολείο στον Άγιο Θεράποντα. Καθώς ανεβαίναμε για να μπούμε, κάποιοι συμμαθητές πιο ζωηροί και τολμηροί ξεγλιστρούσαν δεξιά κι αριστερά και έκαναν την κοπάνα τους! Κάτω απ’ το ιερό του Αγίου Θεράποντα, στην Αρτάκης, στην παλιά ταβέρνα «Τα Ηλιοβασιλέματα» ήταν το εντευκτήριο των ΧΜΟ (Χριστιανικών Μαθητικών Ομάδων). Υπεύθυνος ο κ.Γρηγορόπουλος. Γινόντουσαν κύκλοι μελέτης Αγίας Γραφής για τους μεγάλους και κατηχητικές ομάδες για μαθητές. Ανάμεσα στους ομαδάρχες μας και ο νυν μητροπολίτης Αργυροκάστρου κ. Δημήτριος Ντιγκμπασάνης.
Βόρεια και ανατολικά από τον Άγιο Θεράποντα εκτείνονταν τα ξύλινα παραπήγματα, οι προσφυγικές παράγκες. Κάθε οικογένεια είχε ένα δωμάτιο με το αντίστοιχο υπόγειο. Τα υπόγεια μες στο χώμα, μ’ έναν μικρό φεγγίτη και χωματένιο δάπεδο. Σε κάθε ομάδα δέκα σπιτιών αντιστοιχούσαν 4-5 κοινές τουαλέτες. Φυσικά η λάσπη ήταν βασίλισσα και τα ποντίκια συγκάτοικοι των ανθρώπων. Οι τοίχοι των τουαλετών ήταν από σανίδια που έχασκαν κάποτε-κάποτε κι επέτρεπαν κλεφτές ματιές σε... ακατάλληλα θεάματα. Σφηνωμένα χαρτόνια ή άλλα μικροαντικείμενα προσπαθούσαν να αποτρέψουν τις δυσάρεστες αποκαλύψεις.
Πιο πάνω τα Γύφτικα σε ακόμα πιο ελεινή κατάσταση. «Τσαντήρ μαχαλάς» με ό,τι απίθανο οικοδομικό υλικό μπορεί να βάλει ο νους. Η λαμαρίνα θα ήταν το πιο ακριβό και περιζήτητο!
Προς τα ανατολικά η Τσιμπλούκα, ο σκουπιδότοπος, εκεί που τώρα είναι ο Άγιος Χριστοφόρος και το πάρκο, μεταξύ Τούμπας και Πυλαίας. Ποιος θα τό ‘λεγε πως ο σκουπιδότοπος θα γινόταν μια από τις ακριβές περιοχές της Θεσσαλονίκης!
Η Πυλαία ήταν η Καπουτσίδα, Καμπτσίδα. Ακριβής μετάφραση από την τουρκική της ονομασία. Καπού λέγεται η πύλη. Πυλαία λοιπόν ο χώρος γύρω από την Πύλη. Ένα μεγάλο χωριό τότε η Πυλαία χωρίς καμιά ρυμοτομία με πολλούς μπαξέδες και άριστα κηπευτικά που τα έφερναν για πούλημα και στην γειτονική Τούμπα γυρολόγοι με τα γαϊδουράκια τους, όπως ο μπαρμπαΓιάννης που πουλούσε τις περίφημες μπάμιες της Πυλαίας και γάλα με τα γκιούμια.
(Συνεχίζεται)
Σεργιάνι στην Τούμπα των παιδικών μου χρόνων... (2ο)
Απέναντι από τον Άγιο Θεράποντα και κάτω από το Γυμνάσιό μας ήταν το πάρκο της Τούμπας και παραμένει εξάλλου μέχρι σήμερα. Ήταν ο τόπος συνάντησης των ηλικιωμένων. Πολιτικά και ποδοσφαιρικά βέβαια τα θέματα των συζητήσεων, άλλοτε πιο ήπιων και άλλοτε φορτισμένων. Εδώ τερμάτιζαν παλιά τα αστικά λεωφορεία, πάντα η γραμμή 12. Το πρόσωπο που σημάδευε το πάρκο ήταν ο φωτογράφος ο κυρ-Νίκος. Όλοι μας έχουμε φωτογραφηθεί λίγες ή περισσότερες φορές με την μηχανή του τη στηριγμένη στο τρίποδο.
Πίσω από το πάρκο κατέβαινε το ρέμα που καταργήθηκε και οικοπεδοποιήθηκε όταν επί Καραμανλή κατασκευάστηκε η περιφερειακή τάφρος. Το ρέμα ήταν ο τόπος του παιχνιδιού μας και των νεανικών μας συναντήσεων. Από την εποχή του πολέμου είχαν σκαφτεί κάποια μικρά καταφύγια. Τότε, στον πόλεμο, όταν χτυπούσαν οι σειρήνες όσοι προλάβαιναν έτρεχαν από τη γειτονιά σ’ αυτά τα «ψευτοκαταφύγια». Ο κυρ-Θόδωρος έβαζε τον τέντζερη στο κεφάλι κι έτρεχε να χωθεί σε μια τέτοια τρύπα. Τα πόδια του περίσσευαν...! (Αυτό δεν το είδα, βέβαια, δεν το πρόλαβα. Το άκουγα να το διηγείται η μητέρα μου!). Στο σημείο που σήμερα είναι τα φανάρια Πόντου-Ιλισσού-Επταλόφου υπήρχε ένα γεφυράκι. Εκεί ήταν το στέκι του κυρ-Νίκου του Κρητικού που πουλούσε σπόρια. Το καρότσι του λειτουργούσε σαν φουφού όπου έκαιγε πριονίδι για να τα κρατάει ζεστά. Η χαρακτηριστική μυρωδιά απ’ το καμμένο πριονίδι και τα ψημένα σπόρια έχει καταγραφεί μέσα μου συνδεδεμένη με την εικόνα της γεφυρούλας και του πάντοτε εκεί παρόντος κυρ-Νίκου. Λίγο πιο πάνω αριστερά από το ρέμα κάποιος έπαιζε συχνά τη χαβάγια του κι ο γλυκός, μελαγχολικός, μακρόσυρτος ήχος της ακουγόταν χιλιόμετρα μακριά...
Πριν συνεχίσω το σεργιάνι μου και σ’ άλλες γειτονιές, θέλω με επίταση να αναφερθώ στην έντονη κοινωνικότητα εκείνων των χρόνων. Οι σχέσεις μας με τους γείτονες ήταν αδελφικές. Οι χαρές κι οι λύπες μοιρασμένες. Οι χαρές γινόντουσαν διπλές κι οι λύπες πιο ανάλαφρες με το μοίρασμα. Οι πόρτες μας ξεκλείδωτες, τι λέω; ανοιχτές! όπως κι οι καρδιές μας! Η τύχη μας λίγο-πολύ κοινή. Φτωχά τα υλικά μας μέσα, πλούσια η καρδιά μας. Όποιος έψηνε φαγητό ή γλυκό θα πρόσφερε στο γείτονα να γευτεί, να γλυκαθεί. Ακούγονταν τα τραγούδια κι οι ευχάριστες συζητήσεις, αλλά και οι καβγάδες κι οι φωνές κι οι βρισιές. Τίποτα δεν ήταν τυποποιημένο και σφραγισμένο με καθωσπρεπισμό.
Τ’ απογεύματα της άνοιξης και του καλοκαιριού μπροστά στις ανθισμένες αυλές μας που μοσχοβολούσαν απ’ τις πασχαλιές και τ’ αγιοκλήματα, τα γιασεμιά, τα φούλια, τα τριαντάφυλλα και τις γαζίες, στρώνονταν οι κουρελούδες και καθόντουσαν οι γείτονες και με την κουβέντα και τα χωρατά τους και τις διηγήσεις των πιο μεγάλων και κανένα ασήμαντο μικροκέρασμα ξαλάφρωναν από τον κάματο και τις αγωνίες της μέρας και μάζευαν ασφάλεια από την βεβαιότητα πως στη ζωή δεν πορεύονταν μόνοι τους, αλλά όλοι μαζί. Είχαν εξάλλου τόσα πολλά κοινά! Κυρίως το ξερίζωμα της προσφυγιάς, την ταλαιπώρια της ανταλλαγής που ήταν ακόμη τόσο φρέσκια! Ήταν αυτή η γενιά που τα είχε ζήσει! Από αυτούς, τους γονείς μας και τους παππούδες μας, ακούσαμε άπειρες ιστορίες για τις πόλεις και τα χωριά και τα σπιτικά που άφησαν στη Μικρασία, για το δύσκολο κι επικίνδυνο ταξίδι τους, για τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης τους εδώ στη νέα πατρίδα, που δεν ήταν καθόλου εύκολα. Τ’ ακούσαμε κι αγαπήσαμε κι εμείς εκείνα τα μέρη. Τα περπατήσαμε νοερά. Ταξιδέψαμε με τη φαντασία μας! Κάποιες γιαγιάδες από τα μέρη της Καππαδοκίας δεν ήξεραν καθόλου ελληνικά κι έτσι μάθαμε κι εμείς λίγα τούρκικα...
Οι δρόμοι οι πιο πολλοί ήταν καλντερίμια και χωματόδρομοι. Τα καλοκαίρια περνούσε η ποτίστρα του Δήμου και κατάβρεχε τους δρόμους για να κατακαθίσει η σκόνη. Το ίδιο έκαναν βέβαια κι οι νοικοκυρές η καθεμιά μπροστά στην αυλή της. Μοσχοβολούσε το νωτισμένο χώμα κι έπεφτε λίγο η κάψα η απογευματινή. Τα κάρα πηγαινοέρχονταν με αρκετή φασαρία. Πολλοί ήταν οι γυρολόγοι. Οι μανάβηδές μας, ο κυρ-Μανόλης κι ο μπαρμπα-Γιάννης που το τραγουδούσε το εμπόρευμά του: «μινί-μινί κολοκυθάκια, ντολμαλίκια τα πιπέρια, τα λάχανα, τα πράσα σας»! Ο κυρ-Κώστας ο γαλατάς με τα γκιούμια, ο ψαράς που κουβαλούσε στο κεφάλι έναν μεγάλο ταβά όπου είχε αραδιασμένα όμορφα τα ψάρια του, ο βδελλάς με τις «όμορφες» βδέλλες του, ιαματικές πάσης νόσου, ο παγοπώλης, ο γανωτζής για τα χαλκώματα!!!!! Είχαμε και τις τσιγγάνες που μας έλεγαν τη μοίρα μας. «Μοίρες, καλές μοίρες!!! Έλα, μπάρμπα μου, να σου πω τη μοίρα σου! Έλα, κοπελιά, να σου πω ποιον θα παντρευτείς!». Περνούσε βέβαια πού και πού κι ο αρκουδιάρης κι ο μαϊμουτζής και τότε γινόταν πανηγύρι. Ξοπίσω τους όλο το παιδομάνι. «Πώς κοιμάται ο γέρος κι η γριά;» «Πώς βάζει πούντρα η κοπέλα;» ρωτούσε ο αρκουδιάρης και το ταλαίπωρο ζωντανό έκανε τα αρκουδοτσαλίμια του. Με το ντέφι χόρευε η μαϊμού ή έκανε τις τούμπες της φορώντας μια τούλινη φουστίτσα. Αυτά ήταν τα ... «παιδικά έργα» μας! Πόσο απλοϊκή η ζωή, πόσο άδειος ο εγκέφαλός μας από εικόνες, πόσος διαθέσιμος χώρος για γνώση!!!
(Συνεχίζεται)
Το σεργιάνι μου στην Τούμπα (3)
Σήμερα θα περπατήσουμε στην οδό Επταλόφου ξεκινώντας από την Ανατολικής Θράκης.
Εδώ, επί της Ανατολικής Θράκης, είναι το Καφεκοπτείο του Ουζούνογλου. Μοσχοβολάνε τα χαρμάνια του. Η επιχείρηση θα προκόψει πολύ και θα μακροημερεύσει! Εδώ είναι και το Φωτο ΟΠΤΙΚ. Όλες οι επίσημες φωτογραφίες μας έχουν τη σφραγίδα του.
Όπως ανεβαίνουμε την Επταλόφου αριστερά στη γωνία είναι το κουρείο του Χιωτάκη που –αν δεν απατώμαι- είναι και ο πρόεδρος των κουρέων της Θεσσαλονίκης. Μοσχοβολάει κολώνια λεμόνι! Ο κουρέας μας συμβάλλει καθοριστικά στον «καλλωπισμό» και στον «πολιτισμό» μας!!!
Απέναντι είναι η ποτοποιΐα του Σαρρή και δίπλα η Ταβέρνα του Κρητικού με την περίφημη βαρελίσια ρετσίνα και τα πεντανόστιμα κοκορέτσια. Τα ετοιμάζει ο κοκορετζής του στην πίσω αυλή. Οι γάτες της γειτονιάς διεκδικούν μερίδιο από το λαχταριστό μεζέ κι ο χοντρός «παρασκευαστής» τις αποδιώχνει χτυπώντας τες με τα έντερα!!!
Μετά τον Κρητικό το Κομμωτήριο της κ.Μαρίας Χαραλαμπίδου. Συνεπής συντελέστρια κι αυτή του «εξωραϊσμού» των κυριών μας.
Τώρα περνάμε από τον φούρνο του κυρ-Τάσου του Αναγνωστίδη. Μοσχοβολάει το φρεσκοψημένο ψωμί. Ζυγίζει τη φραντζόλα κι αν είναι λίγο λειψή προσθέτει ένα κομμάτι σαν αντίδωρο. Μαύρο κι άσπρο, αυτά είναι τα είδη του ψωμιού. Κι επειδή τα χρήματα δεν μας φθάνουν για ..τυριά και σαλάμια (πού να το ακούσουν αυτό τα σημερινά παιδιά!) αγοράζουμε πιο πολύ μαύρο ψωμί και λίγο άσπρο. Στο ένα χέρι το μαύρο ψωμί ως «ψωμί» και στο άλλο λίγο άσπρο αντί για τυρί... Ή ψωμί βρεγμένο με λίγη ζάχαρη και για πιο πλούσιο κολατσιό πασπαλίζουμε και λίγο κακάο. Τα ταψιά για το ψήσιμο πάνε κι έρχονται κι οι μυρωδιές μας σπάζουν τη μύτη.
Δίπλα στο φούρνο είναι η ΜΕΝΤ «Μορφωτική Ένωσις Νεολαίας Τούμπας». Στη μεγάλη αίθουσα δίνονται θεατρικές παραστάσεις. Θυμάμαι ακόμη «το Στραβόξυλο»! Λειτουργεί Δανειστική Βιβλιοθήκη. Γίνονται μαθήματα Αγγλικών από την Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών. Διοργανώνονται εκδρομές. Στην ποδοσφαιρική της ομάδα βρίσκει ένα «καλό αποκούμπι» η ανάγκη άθλησης των αγοριών μας. Στις Αποκριές εδώ γίνεται ο Μπάλος, μεγάλο κοσμικό γεγονός!
Στη γωνία Βοσπόρου και Επταλόφου δεξιά το ρολογάδικο του κυρ-Γιάννη Κεκλίκογλου γεμάτο κάθε είδους ρολόγια, επιτραπέζια, εκκρεμή, κούκους, χειρός. Κερδίζει το ενδιαφέρον και την περιέργειά μας. Μαζεύεται όλο το παιδομάνι στη βιτρίνα του και κάνει χάζι τα "σκέρτσα" των ρολογιών και καμιά φορά εισπράττει και την κατσάδα του κυρ-Γιάννη, όταν το σκηνικό γίνεται ενοχλητικό.
Περνάμε πάλι απέναντι αριστερά κι ανηφορίζουμε. Εδώ είναι ο Βαρσάμης με τα υφάσματα και τα είδη προικός. Και δίπλα του ο Χαράλαμπος, ο γιαουρτσής. Το γιαούρτι του είναι παχύ, λαχταριστό, μ’ ένα δάχτυλο καϊμάκι μέσα σε μεγάλους πήλινους κεσέδες. Φέρνουμε από το σπίτι μας το δοχείο. Το ζυγίζει, κρατάει το απόβαρο, κόβει το γιαούρτι και το βάζει στο δοχείο μας, το ξαναζυγίζει. «Έτοιμος!» Δεν υπάρχουν πλαστικά μιας χρήσεως. Ο πλανήτης μας ζει ακόμα σε εποχή χαμηλής επιβάρυνσης. Το ανθρώπινο αποτύπωμα είναι ακόμη ανάλαφρο!
Πιο πάνω, στη γωνία με την Μ.Ασίας, εκεί που αργότερα θα είναι το Υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, είναι το μπακάλικο του Ιωσήφ Καραϊωάννογλου. Ο βοηθός του ο Νίκος θα σχιστεί να μας εξυπηρετήσει. Όλα με τη σέσουλα, όλα σε μικρές ποσότητες, όλα στη χαρτοσακούλα. Και πρώτος σε ζήτηση...ο παστουρμάς, η καραμανλήδικη αγάπη και εδώδιμη συνήθεια. Δίπλα στο παντοπωλείο επί της Μ. Ασίας ο λευκοσιδηρουργός, ο Κύριλλος, και παραδίπλα ο τσαγκάρης μας...
Στην γωνία Καισαρείας και Μ.Ασίας ο φούρνος του Κουκουμέρια από το 1922. Ο φούρνος της Ελισσώς που θα τον συνεχίσει ο γιος της ο Βασίλης κι η εγγονή της η Έλσα, πάντα στην ίδια γωνιά, στο ίδιο κτίριο που κρατάει από τότε και αργότερα θα ανακαινιστεί. «Αρτοποιΐα Κουκουμέρια», από τα σταθερά σημεία αναφοράς της Τούμπας μας! Αιωνόβιο πλέον!
Πολλές οι γωνίες σ’ αυτό το σταυροδρόμι. Στην Μ.Ασίας και Εφέσου πλέον, αριστερά όπως ανεβαίνουμε είναι το παπλωματάδικο, γεμάτο στρώματα, παπλώματα και μαξιλάρια! Το μαλλί και το βαμβάκι στα σακιά περιμένουν τον τεχνίτη να τα ξάνει για να γίνουν αφράτα, ενώ τα βυσσινιά και ροζέ σατινένια υφάσματα στα ράφια ελπίζουν να ραφτούν και να στολιστούν με περίτεχνες ραφές για να γίνουν τα νυφιάτικα παπλώματα και μαξιλάρια. Κι ο άλλος ο παπλωματάς, ο πλανόδιος, γυρνάει από γειτονιά σε γειτονιά με το «δοξάρι» του που μοιάζει με μεγάλο τόξο. Στη θέση της χορδής μια χοντρή μεσινέζα ή νεύρο ζώου. Οι νοικοκυρές θα βγάλουν τα μαξιλάρια τους και τα παπλώματά τους την άνοιξη. Θα τα ανοίξουν. Θα βγάλουν το βαμβάκι ή το μαλλί να καθαριστούν και να ηλιαστούν κι αυτός θα τα ξάνει με το δοξάρι του ν΄ αφρατέψουν.
(Συνεχίζεται)
Το σεργιάνι μου στην Τούμπα (4)
Ανηφορίζω την οδό Εφέσου. Στο τέρμα της δεξιά ήταν το ΤΤΤ (Ταχυδρομείον, Τηλεγραφείον, Τηλεφωνείον). Σώζεται ακόμη το παλιό κτίριο με τα τρία Τ στην μετώπη του. Προϊστάμενος ο κ. Χατζηπαππούς. Κι από πίσω ακριβώς το Υδραγωγείο της Κ.Τούμπας. Καθώς περπατάω επί της Πραξαγόρα στη γωνία με την Λυκάονος βρίσκω τον θερινό κινηματογράφο «Αστήρ». Ακούω τις γειτόνισσες: «Πάμε απόψε στον ΑΣΤΗΡ, παίζει τούρκικο έργο!» ή «Απόψε θα παίξει τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας!» Αργότερα αυτό το κτίριο θα περιέλθει στην ιδιοκτησία του ΙΚΑ και θα γίνει Πολυϊατρείο. Στην Λυκάονος βρίσκω τον φούρνο του Στράτου. Γυρίζω λίγο πίσω προς την Αγία Βαρβάρα και συναντώ τον χειμερινό κινηματογράφο ΦΟΙΝΙΞ. «Θα πάμε στον ΦΟΙΝΙΞ να δούμε την Ναργκίζ, ή την Βασιλειάδου και την Σμαρούλα Γιούλη, την συντοπίτισσά μας!». Δυο χαρακτηριστικά στιγμιότυπα: πριν αρχίσει η προβολή δυο πιτσιρικάδες κάνουν «φλιτ» για να αρωματιστεί ο χώρος! Στο διάλειμμα γυρνούν με μια τάβλα κρεμασμένη στο λαιμό: «Σπόρια, φυστίκια, καραμέλες, γκαζόζες!!!!». Ο δρόμος κάτω από τον κινηματογράφο θα ονομαστεί οδός Φοίνικος κι έτσι θα περάσει στην ιστορία ο ΦΟΙΝΙΞ!
Πίσω από τον ΦΟΙΝΙΚΑ μένει ο κ.Πλακωτάρης, ο υδραυλικός και βαρύτονος! Κάποιες φορές τραγουδάει καλεσμένος του Ραδιοφωνικού Σταθμού Θεσσαλονίκης.
Πάνω από την Πραξαγόρα εκτείνονται τα Γερμανικά, προσφυγικές κατοικίες φτιαγμένες από αμιαντοσανίδες. Ακόμα δεν έχει ενοχοποιηθεί ο αμίαντος, αλλά ακόμη κι αν ήταν γνωστή η επικινδυνότητά του, είναι τόσο επιτακτική η ανάγκη στέγασης που παραβλέπει οποιονδήποτε φόβο ή κίνδυνο. Γιατί ονομάστηκαν Γερμανικά, δεν γνωρίζω.
Προχωράω δυτικά και φθάνω στον Όρχο στρατιωτικών οχημάτων, μια τεράστια αλάνα, εκεί που αργότερα θα γίνει το γήπεδο του ΠΑΟΚ και ο χώρος της λαϊκής αγοράς. Εδώ έχουν στηθεί δέκα μεγάλα τολ που έχουν γίνει κατοικίες προσφύγων του εμφυλίου. Υπάρχουν εσωτερικά χωρίσματα που διαχωρίζουν τις κατοικίες, δέκα περίπου σε κάθε τολ. Το καλοκαίρι το μέταλλο ανάβει, τον χειμώνα παγώνει. Συνθήκες όχι απλά δύσκολες, θα τις έλεγα βασανιστικές! Στην αλάνα προπονείται η Προοδευτική, η ομάδα του αθλητικού συλλόγου που έχει ιδρυθεί το1952, και που θα παίξει για κάποια χρόνια και στην Α΄ Εθνική. Εδώ γίνονται οι επιδείξεις των σχολείων. Επειδή δεν υπάρχουν κερκίδες καθένας φέρνει από το σπίτι του την καρέκλα του!
Κατηφορίζοντας προς την οδό Μ. Ασίας φτάνω στο καφενείο του Θανάση. Εδώ συχνάζουν οι «μποξατζήδες» (γυρολόγοι που πουλούν υφάσματα-τα κουβαλούν μες στον μποξά). Οι συζητήσεις για τα ποδοσφαιρικά και τα πολιτικά παίρνουν και δίνουν, συχνά ιδιαίτερα έντονες και παθιασμένες. Είναι τόσο πρόσφατα εξάλλου τα διχαστικά γεγονότα του εμφυλίου! Μια μικρή αφορμή ανάβει τα πάθη και τα πνεύματα!
Στο περίπτερο της Βοσπόρου με Μ. Ασίας, στο κέντρο της πλατειούλας, θ’ αγοράσω απ’ τον μπαρμπα-Έκτορα τις μαστίχες «μπαζούκα» και τα χύμα τσιγάρα μου. Το επόμενο κοντινό περίπτερο, του Θωμά, βρίσκεται στη γωνία Επταλόφου και Μ.Ασίας.
(Συνεχίζεται)
Το σεργιάνι μου στην Τούμπα (5ο )
Άνοιξη! Σαρακοστή!Παρασκευή απόγευμα! Χτυπάει η καμπάνα για τους Χαιρετισμούς! Ανηφορίζω προς την Αγία Βαρβάρα. Γεμάτος ο μεγάλος ναός που μόλις έχει ανεγερθεί με το υστέρημα των φτωχών προσφύγων! Δίπλα του το μικρό στρατιωτικό εκκλησάκι που βρισκόταν εκεί, στην βορειοανατολική άκρη του στρατοπέδου Πυροβολικού. Το στρατόπεδο ήταν η μόνη εγκατάσταση στην έρημη Τούμπα πριν έρθουν οι πρόσφυγες. Σ’ αυτό το στρατιωτικό εκκλησάκι –από το οποίο σήμερα σώζεται μόνο το ιερό, το οποίο έχει διαμορφωθεί σε παρεκκλήσι- θυμάμαι πως εκκλησιαζόμουν με τη γιαγιά μου. Ήταν ένα πρόχειρο στενόμακρο οίκημα. Τα λιγοστά στασίδια του ήταν τρόπον τινά ιδιόκτητα. Έφεραν επιγραφή με το όνομα του κατόχου τους ο οποίος έδινε κάποιο μικρό ενοίκιο στο ναό. Ομηρικοί καβγάδες ξεσπούσαν αν κάποιος παραβίαζε τη δικαιωματική χρήση του στασιδιού.
Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους μιαν αξιοθαύμαστη «προίκα» πίστεως και ευλαβείας. Ο ναός γίνεται και στη νέα πατρίδα το κέντρο της ζωής τους. Έχουν φέρει μαζί τους απ’ το Φερτέκι της Καππαδοκίας μια μεγάλη εικόνα του Ταξιάρχη Αρχαγγέλου Μιχαήλ την οποία με πολλές τιμές και άπειρη συγκίνηση εγκατέστησαν αρχικά στο μικρό στρατιωτικό ναΐδριο κι αργότερα στον καινούργιο ναό. Όπως συνέβη και με πολλές άλλες ομάδες προσφύγων και ανταλλάξιμων, προτίμησαν οι Καππαδόκες να κουβαλήσουν τα εικονίσματα τους και τα λείψανα των Αγίων τους, (ακόμη κι ολόκληρο τέμπλο ναού σε κάποιες περιπτώσεις) από τα χρειώδη μιας οικιακής εγκατάστασης. Η πίστη τους συγκλονιστική. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να προσεύχεται και να κατεβάζει τον ουρανό στη γη ή και το αντίστροφο, ν΄ανεβαίνει η γη στον ουρανό! Δεν ήξερε ελληνικά, μιλούσε τούρκικα, αλλά τη Θεία Λειτουργία την ήξερε απ’ έξω και την ζούσε ακόμα και χωρίς να την πολυκαταλαβαίνει. Αυτή η πίστη, λέω, πως όπλισε τους παππούδες μας και τους γονείς μας με δύναμη κι υπομονή, πως τους χάρισε ελπίδα και δεν καταβλήθηκαν από τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπισαν.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ στο μακρύ και ταλαιπωρητικό ταξίδι των προσφύγων από την «πατρίδα» ως την Τούμπα. Με κάρα και τρένα έφθασαν οι ανταλλάξιμοι από την κεντρική Μ. Ασία στο λιμάνι της Μερσίνας. Είχαν μαζί τους κάποια πράγματα, είδη ρουχισμού και οικοσκευής και όπως είπαμε και τα ιερά τους, τα οποία ούτε στιγμή δεν αποχωρίστηκαν αναλαμβάνοντας πολύν επιπλέον κόπο. Πρώτη φορά οι περισσότεροι έβλεπαν θάλασσα. Ταξίδεψαν με πλοίο για μέρες υπό συνθήκες που πολύ απείχαν από στοιχειώδη άνεση και καθαριότητα και πρωτοβγήκαν σε ελληνική στεριά στον Άγιο Γεώργιο Σαλαμίνας, όπου ολοκλήρωσαν την διατεταγμένη καραντίνα. Μετά την καραντίνα έμειναν για λίγες μέρες στις αποθήκες του λιμανιού του Πειραιά –δεν ξέρω αν μπορούμε να φανταστούμε τις συνθήκες- και από εκεί μεταφέρθηκαν στην περιοχή της Πάργας, όπου διέμειναν όλο τον χειμώνα. Νέα μετακίνηση τους περίμενε την άνοιξη. Αρχικός προορισμός η Όλυνθος της Χαλκιδικής όπου έκαναν αρχή εγκατάστασης. Οι συνθήκες ήταν ανυπόφορες, κυρίως λόγω της ελονοσίας από την οποία πολλοί νόσησαν και αρκετοί ανεχώρησαν για τον άλλο κόσμο. Τέλος αποφασίστηκε η εγκατάσταση στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης, όπου έφθασαν οι γονείς μας το 1926, μετά από δυο χρόνια διαδοχικών μετακινήσεων. Η Τούμπα ήταν μια έρημη, αδιαμόρφωτη περιοχή ανατολικά της Θεσσαλονίκης. Ήταν μια ήμερη πεδινή έκταση στην οποία η μοναδική εγκατάσταση ήταν ένα κέντρο εκπαίδευσης πυροβολικού, του οποίου το εκκλησάκι όπως προαναφέραμε ήταν αφιερωμένο στην προστάτιδα του πυροβολικού Αγία Βαρβάρα. Έτσι ο σημερινός ναός της Αγίας Βαρβάρας είναι ο συνδετικός κρίκος της τότε έρημης Τούμπας με το σύγχρονο πυκνοδομημένο αστικό τοπίο.
Εδώ στην Αγία Βαρβάρα εφημέριος είναι στα παιδικά μου χρόνια ο π.Κωνσταντίνος Παπίλιας, ο περίφημος παπα-ΠΑΟΚ, βέρος Κωνσταντινουπολίτης. Πήγαινε στο γήπεδο και ιδιαίτερα ζωηρά και θερμά ενίσχυε την ομάδα του. Κι από τότε που η προϊσταμένη του αρχή του απαγόρευσε να πηγαίνει στο γήπεδο, ανεβαίνει στο καμπαναριό της Αγίας Βαρβάρας για να παρακολουθήσει τους αγώνες της αγαπημένης του ομάδας, της οποίας το γήπεδο -πολύ πιο χαμηλό βέβαια από το σημερινό- μόλις το 1959 έχει μεταφερθεί στην Τούμπα από το Σιντριβάνι. Ο παπα-Κωνσταντίνος στεφάνωσε τους γονείς μου και με βάφτισε.
Απέναντι από την Αγία Βαρβάρα κατηφορίζοντας την τότε Κονίτσης, νυν Γ.Λαμπράκη, είναι το Φαρμακείο του Καραμαούνα.
Δυο τρεις ακόμη σκόρπιες αναφορές πριν κλείσω αυτό το νοσταλγικό Σεργιάνι στην Τούμπα των παιδικών μου χρόνων. Και οι δυο εύθυμες αναμνήσεις.
Θυμάμαι τα καρναβάλια που καμιά σχέση δεν είχαν με τα σύγχρονα. Οι άνθρωποι μασκαρεύονταν με ό,τι είχαν και γυρνούσαν τα σπίτια κι έκαναν κέφι με μιαν αθωότητα που στις μέρες μας έχει χαθεί. Ο Καράμπαμπας ντυνόταν Άραβας. Πασαλειβόταν με καρβουνόσκονη, φορούσε μια προβιά, κρατούσε μια μαγκούρα και κρεμούσε χαλκάδες στ’ αυτιά του και στη μύτη του. Περίσσευαν τα πειράγματα, τα τραγούδια, οι συνάξεις στα σπίτια με λίγα κεράσματα, αλλά πολλή χαρά.
Θυμάμαι επίσης τις Πρωτομαγιάτικες εκδρομούλες μας, πολύ μακρινές, μέχρι... το Κρυονέρι ή τα χωράφια της Πυλαίας, εννοείται ποδαράτοι, παρέες-παρέες, συγγενείς και φίλοι, τραγουδώντας, κουβαλούσαμε τα στρωσίδια μας και τα φαγιά μας κι ό,τι άλλο χρειαζούμενο και για πότε φτιάχναμε τα στεφάνια μας και στήναμε το χορό και γινόταν ένα γλέντι τρικούβερτο χωρίς χρήματα, χωρίς άγχος, χωρίς τροχαία δυστυχήματα...
Πώς να μην αναπολώ με νοσταλγία εκείνα τα όμορφα χρόνια της έντιμης φτώχειας, της απλότητας, των ζεστών ανθρώπινων σχέσεων! Εκείνη την Τούμπα όπου ανδρωθήκαμε μέσα από πολλές στερήσεις και δυσκολίες, αλλά και μια ξεγνοιασιά και χαρά που δεν την ξαναβρήκαμε πουθενά αλλού στην πορεία της ζωής μας.
Εδώ θα σταματήσω το Σεργιάνι μου. Ελάχιστα όσα κατέθεσα μιας κι ο χρόνος σβήνει σιγά-σιγά τα «υπάρχοντα» της μνήμης μου. Οι φωτογραφίες και τα σχόλια που αναρτώνται από τους χιλιάδες φίλους μας στην Ομάδα μας ας συμπληρώσουν αυτή την αναπόληση.
αναμνήσεις- αφήγηση: Κώστας Κουμενίδης
καταγραφή-συγγραφή: Σταυρούλα Κουμενίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου