Έγειρε ο ήλιος κι έδυσε απ' της Βλαχένας πίσω το παλάτι
κι έβαψε πορφυρά κι αιμάτινα τα τείχη, τα βασανισμένα κάστρα.
Κι αυτή τη μέρα άντεξαν! Ίσως γενεί το θαύμα!
Μες στη μικρή την εκκλησιά, στου παλατιού την πιο αγιασμένη κόγχη,
ο Κωνσταντίνος εγονάτισε μπροστά στην Παναγιά την Οδηγήτρα.
Τούτη την Παναγιά την αγαπά πιο πάνω από τις άλλες.
Μάνα του είναι και κυρά, φερμένη απ' του Μυστρά τον Άη-Δημήτρη.
"Απόκαμα, Μητέρα μου,μόνος, απαραμύθητος...
Τ' αδέρφια μου με ξέχασαν κι οι Χριστιανοί της Δύσης.
Είμαστε λίγοι, ελάχιστοι, ζωσμένοι από θεριά.
Όμως εμήνυσα του Αμηρά: "Την Πόλη δεν στη δίνω!
Δεν είμαι εγώ αρμόδιος κι ούτε κανένας άλλος,
την Πόλη την ατίμητη στα χέρια σου να δώσει!
Κι αποφασίσαμε μ' αυτήν μαζί όλοι μας να χαθούμε".
Τώρα όμως, μόνοι, Εσύ κι εγώ, πες μου, Μητέρα, πες μου:
Μήπως παραλογίζομαι; Μήπως εις μάτην κοπιώ και σπένδομαι;
Μήπως στο αναπόφευκτο, απόκοτο είναι ν' αντιστέκομαι;
Τι έμεινε για μένα πια; Το θαύμα, η θυσία;
Και κάτι ακόμα, Μάνα μου: Γιατί να' ρθει το τέλος;"
Μες στο σκοτάδι που έπεφτε γλυκό και σιωπηλό, σαν σάβανο λυτρωτικό,
ο Κωνσταντίνος άναψε κερί να δει της Παναγιάς του τη μορφή.
Την είδε δακρυσμένη! Αναταράχτη ο βασιλεύς.
Δεν τον γελούν τα μάτια του. Της φαντασίας του δεν είναι πλάσμα.
Κι ύστερα ακούστηκε η φωνή:
"Παιδί μου, ο Γολγοθάς ανοίγεται μπροστά σου!
Προχώρα, ανέβα και σταυρώσου!
Δεν θα σηκώσεις μόνο τα δικά σου σφάλματα.
Αιώνων αμαρτίες και λάθη επάνω σου θα πέσουν.
Εσύ είσαι το σφαχτάρι της θυσίας.
Θα 'ρθει το τέλος!
Θα 'ρθει γιατί πολλοί παράτησαν της αρετής το δρόμο,
άρχοντες κι ιερείς κι απλός λαός επεριφρόνησαν το θεϊκό το νόμο.
Εσύ πορεύου στο δρόμο το φριχτό, εσύ, το εξιλαστήριο θύμα!"
Ώρα πολλή γονατιστός έκλαιγε ο Κωνσταντίνος.
Δεν έκλαιε για το θάνατο, δεν έκλαιε για το τέλος.
Μόνον συγνώμην έκραζε, έλεος ζητούσε και συγχώρεση
απ' τον φιλάνθρωπο Θεό γι' αυτόν και για την Πόλη του.
Κι ύστερα ανάλαφρος, σαν νάχε κιόλας λυτρωθεί,
γαλήνιος κι ήρεμος, αποφασιστικός, έφυγε για τα κάστρα.
Το τέλος το ήξερε. Και τόχε αποδεχτεί...
κι έβαψε πορφυρά κι αιμάτινα τα τείχη, τα βασανισμένα κάστρα.
Κι αυτή τη μέρα άντεξαν! Ίσως γενεί το θαύμα!
Μες στη μικρή την εκκλησιά, στου παλατιού την πιο αγιασμένη κόγχη,
ο Κωνσταντίνος εγονάτισε μπροστά στην Παναγιά την Οδηγήτρα.
Τούτη την Παναγιά την αγαπά πιο πάνω από τις άλλες.
Μάνα του είναι και κυρά, φερμένη απ' του Μυστρά τον Άη-Δημήτρη.
"Απόκαμα, Μητέρα μου,μόνος, απαραμύθητος...
Τ' αδέρφια μου με ξέχασαν κι οι Χριστιανοί της Δύσης.
Είμαστε λίγοι, ελάχιστοι, ζωσμένοι από θεριά.
Όμως εμήνυσα του Αμηρά: "Την Πόλη δεν στη δίνω!
Δεν είμαι εγώ αρμόδιος κι ούτε κανένας άλλος,
την Πόλη την ατίμητη στα χέρια σου να δώσει!
Κι αποφασίσαμε μ' αυτήν μαζί όλοι μας να χαθούμε".
Τώρα όμως, μόνοι, Εσύ κι εγώ, πες μου, Μητέρα, πες μου:
Μήπως παραλογίζομαι; Μήπως εις μάτην κοπιώ και σπένδομαι;
Μήπως στο αναπόφευκτο, απόκοτο είναι ν' αντιστέκομαι;
Τι έμεινε για μένα πια; Το θαύμα, η θυσία;
Και κάτι ακόμα, Μάνα μου: Γιατί να' ρθει το τέλος;"
Μες στο σκοτάδι που έπεφτε γλυκό και σιωπηλό, σαν σάβανο λυτρωτικό,
ο Κωνσταντίνος άναψε κερί να δει της Παναγιάς του τη μορφή.
Την είδε δακρυσμένη! Αναταράχτη ο βασιλεύς.
Δεν τον γελούν τα μάτια του. Της φαντασίας του δεν είναι πλάσμα.
Κι ύστερα ακούστηκε η φωνή:
"Παιδί μου, ο Γολγοθάς ανοίγεται μπροστά σου!
Προχώρα, ανέβα και σταυρώσου!
Δεν θα σηκώσεις μόνο τα δικά σου σφάλματα.
Αιώνων αμαρτίες και λάθη επάνω σου θα πέσουν.
Εσύ είσαι το σφαχτάρι της θυσίας.
Θα 'ρθει το τέλος!
Θα 'ρθει γιατί πολλοί παράτησαν της αρετής το δρόμο,
άρχοντες κι ιερείς κι απλός λαός επεριφρόνησαν το θεϊκό το νόμο.
Εσύ πορεύου στο δρόμο το φριχτό, εσύ, το εξιλαστήριο θύμα!"
Ώρα πολλή γονατιστός έκλαιγε ο Κωνσταντίνος.
Δεν έκλαιε για το θάνατο, δεν έκλαιε για το τέλος.
Μόνον συγνώμην έκραζε, έλεος ζητούσε και συγχώρεση
απ' τον φιλάνθρωπο Θεό γι' αυτόν και για την Πόλη του.
Κι ύστερα ανάλαφρος, σαν νάχε κιόλας λυτρωθεί,
γαλήνιος κι ήρεμος, αποφασιστικός, έφυγε για τα κάστρα.
Το τέλος το ήξερε. Και τόχε αποδεχτεί...
*Νομίζω πως υπάρχουν αρκετές κοινές αιτίες που οδήγησαν το 1453 στην Άλωση της Πόλης και σήμερα στην οικονομική (και όχι μόνον) άλωση της σύγχρονης Ελλάδα. Ας φανερωνόταν και σήμερα τουλάχιστον ένας "Κωνσταντίνος Παλαιολόγος"!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου