Χρόνια παιδευόταν ο Ν. μέσα στη συζυγία του. Είχε τη βεβαιότητα ότι υπηρετούσε ύψιστο και θεάρεστο έργο αφού προσπαθούσε να κάνει τέλεια τη σύζυγό του, προνοητική, οργανωμένη, επιμελή, νοικοκυρά, ευαίσθητη αλλά και ψύχραιμη, υπάκουη αλλά και καλή συνομιλήτρια, πρόθυμη και όλα τα λοιπά καλά. Μάλιστα για να την βοηθήσει, της παρουσίαζε ως παραδείγματα φίλες και γνωστές: "Εκείνη να τη μοιάσεις στη νοικοκυροσύνη, την τάδε στον τρόπο που συζητά με τα παιδιά της, την τρίτη στην υπακοή της" και πάει λέγοντας. Σίγουρα ήταν ένας τέλειος σύζυγος αφού νοιαζόταν κι αγωνιζόταν τόσο πολύ για τη βελτίωση της γυναίκας του. Μερικές φορές όταν εκείνη δεν ανταποκρινόταν πλήρως, δικαιολογημένα γινόταν αυστηρός, ύψωνε τη φωνή, "σήκωνε το φραγγέλιο!" - έτσι δεν έκανε κι ο Κύριός μας; Κι εκείνη η ευλογημένη δεν μπορούσε να κάνει όλα όσα της ζητούσε για το καλό της οικογένειας; Τόσο ανεπίδεκτη αλλαγής πια;
Πέρασαν χρόνια. Η σύζυγος ποτέ δεν μπόρεσε να φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο. Πάντα υπολειπόταν. Το αδέκαστο μάτι του συζύγου μετρούσε χιλιοστό-χιλιοστό την πρόοδό της και δυστυχώς την έβρισκε λειψή. Δυστυχία βασίλευε σ' εκείνο το σπιτικό. Η γυναίκα είχε μόνιμο άγχος για το τι θα βρεθεί λειψό και τι θα επακολουθήσει. Ο άντρας ήταν βαθύτατα απογοητευμένος από την αποτυχία της γυναίκας του. Τα παιδιά μεγάλωναν σ' ένα βαρύ κλίμα σύγκρισης και απόρριψης και πολύ ολίγων λόγων. (Τι να πει μια αποτυχημένη μάνα; Πώς να νουθετήσει τα παιδιά της; Πώς να τα παρηγορήσει όντας η ίδια απαρηγόρητη; Τι να πει ο μονίμως πικραμένος πατέρας που αισθανόταν ότι έχασε τη ζωή του δίπλα σε μια γυναίκα πολύ κατώτερή του;)
Κάποτε το ζευγάρι βρέθηκε στο κελάκι ενός σοφού γέροντα. Τα χρόνια και η άσκηση τον είχαν κυρτώσει. Η όψη του μαρτυρούσε τη φλόγα της ψυχής του και τη γλύκα της καρδιάς του.
Από το "Ευλογείτε, παππούλη!" βρέθηκαν σιγά-σιγά κι αβίαστα να ξεδιπλώνουν μπροστά του την ταλαίπωρη ζωή τους. Ήταν κι οι δυο πονεμένοι. Δεν ζητούσαν δικαίωση, αλλά λύτρωση!
Εκείνος τους άκουγε προσευχόμενος. Ύστερα έπιασε το χέρι του άντρα και το φίλησε.
"Παιδί μου," του είπε . "Μας αγαπάει κανένας πιο πολύ από τον Χριστό;"
"Όχι, παππούλη" απάντησε ο άντρας που ήταν πιστός, ζωντανό μέλος της εκκλησίας.
"Αυτός ο Χριστός δεν είναι ο Παντοδύναμος Θεός;"
"Ναι, παππούλη μου".
"Δεν θα μπορούσε λοιπόν ο Παντοδύναμος Θεός να μας διορθώσει πρώτα, να μας δώσει όλα τα καλά φυσικά κι ύστερα καλοπλασμένους κι όμορφους να μας αγαπάει;"
"Νομίζω πως, αν το ήθελε, θα μπορούσε να το κάνει..."
" Αυτό έκανε; Ήρθε στη γη, κινήθηκε ανάμεσα σε σκληρούς, ελεεινούς, πλανεμένους και ταλαίπωρους ανθρώπους. Τους μίλησε τόσο συναρπαστικά, όσο δεν είχε ακουστεί ούτε και θ' ακουστεί ποτέ από χείλια ανθρώπων. Τους ευεργέτησε, θεράπευσε τους ασθενείς, έδωσε φως στους τυφλούς, χόρτασε πεινασμένους, καθάρισε λεπρούς κι όμως εκείνοι παρέμεναν όπως τους βρήκε. Κι ύστερα σταυρώθηκε για όλους αυτούς κι όλους εμάς. Έχυσε το Τίμιο Αίμα Του πάνω στον ατιμωτικό σταυρό για ελεεινούς ανθρώπους που δεν είχαν καθόλου διορθωθεί. Μας αγάπησε δωρεάν, χωρίς αντάλλαγμα. Κάποιοι συναισθάνθηκαν αυτή την αγάπη κι έλυωσαν κι άλλαξαν τη ζωή τους. Κανείς όμως με το ζόρι. Κανέναν δεν διόρθωσε με το μαστίγιο ή τη φωνή ή το θυμό ή με κρίσεις και συγκρίσεις και κατακρίσεις. Αγάπα, παιδί μου, όπως ο Χριστός! Τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους..."
Ο Ν. έσκυψε το κεφάλι κι αναλύθηκε σε λυγμούς...
Τα πρόσωπα της ιστορίας είναι διαχρονικά, όπως και η αγάπη του Χριστού. Στα πρόσωπα θα μπορούσε να είμαι εγώ, αλλά κι εσύ... κι εσύ... κι αυτός...
Πέρασαν χρόνια. Η σύζυγος ποτέ δεν μπόρεσε να φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο. Πάντα υπολειπόταν. Το αδέκαστο μάτι του συζύγου μετρούσε χιλιοστό-χιλιοστό την πρόοδό της και δυστυχώς την έβρισκε λειψή. Δυστυχία βασίλευε σ' εκείνο το σπιτικό. Η γυναίκα είχε μόνιμο άγχος για το τι θα βρεθεί λειψό και τι θα επακολουθήσει. Ο άντρας ήταν βαθύτατα απογοητευμένος από την αποτυχία της γυναίκας του. Τα παιδιά μεγάλωναν σ' ένα βαρύ κλίμα σύγκρισης και απόρριψης και πολύ ολίγων λόγων. (Τι να πει μια αποτυχημένη μάνα; Πώς να νουθετήσει τα παιδιά της; Πώς να τα παρηγορήσει όντας η ίδια απαρηγόρητη; Τι να πει ο μονίμως πικραμένος πατέρας που αισθανόταν ότι έχασε τη ζωή του δίπλα σε μια γυναίκα πολύ κατώτερή του;)
Κάποτε το ζευγάρι βρέθηκε στο κελάκι ενός σοφού γέροντα. Τα χρόνια και η άσκηση τον είχαν κυρτώσει. Η όψη του μαρτυρούσε τη φλόγα της ψυχής του και τη γλύκα της καρδιάς του.
Από το "Ευλογείτε, παππούλη!" βρέθηκαν σιγά-σιγά κι αβίαστα να ξεδιπλώνουν μπροστά του την ταλαίπωρη ζωή τους. Ήταν κι οι δυο πονεμένοι. Δεν ζητούσαν δικαίωση, αλλά λύτρωση!
Εκείνος τους άκουγε προσευχόμενος. Ύστερα έπιασε το χέρι του άντρα και το φίλησε.
"Παιδί μου," του είπε . "Μας αγαπάει κανένας πιο πολύ από τον Χριστό;"
"Όχι, παππούλη" απάντησε ο άντρας που ήταν πιστός, ζωντανό μέλος της εκκλησίας.
"Αυτός ο Χριστός δεν είναι ο Παντοδύναμος Θεός;"
"Ναι, παππούλη μου".
"Δεν θα μπορούσε λοιπόν ο Παντοδύναμος Θεός να μας διορθώσει πρώτα, να μας δώσει όλα τα καλά φυσικά κι ύστερα καλοπλασμένους κι όμορφους να μας αγαπάει;"
"Νομίζω πως, αν το ήθελε, θα μπορούσε να το κάνει..."
" Αυτό έκανε; Ήρθε στη γη, κινήθηκε ανάμεσα σε σκληρούς, ελεεινούς, πλανεμένους και ταλαίπωρους ανθρώπους. Τους μίλησε τόσο συναρπαστικά, όσο δεν είχε ακουστεί ούτε και θ' ακουστεί ποτέ από χείλια ανθρώπων. Τους ευεργέτησε, θεράπευσε τους ασθενείς, έδωσε φως στους τυφλούς, χόρτασε πεινασμένους, καθάρισε λεπρούς κι όμως εκείνοι παρέμεναν όπως τους βρήκε. Κι ύστερα σταυρώθηκε για όλους αυτούς κι όλους εμάς. Έχυσε το Τίμιο Αίμα Του πάνω στον ατιμωτικό σταυρό για ελεεινούς ανθρώπους που δεν είχαν καθόλου διορθωθεί. Μας αγάπησε δωρεάν, χωρίς αντάλλαγμα. Κάποιοι συναισθάνθηκαν αυτή την αγάπη κι έλυωσαν κι άλλαξαν τη ζωή τους. Κανείς όμως με το ζόρι. Κανέναν δεν διόρθωσε με το μαστίγιο ή τη φωνή ή το θυμό ή με κρίσεις και συγκρίσεις και κατακρίσεις. Αγάπα, παιδί μου, όπως ο Χριστός! Τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους..."
Ο Ν. έσκυψε το κεφάλι κι αναλύθηκε σε λυγμούς...
Τα πρόσωπα της ιστορίας είναι διαχρονικά, όπως και η αγάπη του Χριστού. Στα πρόσωπα θα μπορούσε να είμαι εγώ, αλλά κι εσύ... κι εσύ... κι αυτός...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου