Πριν από είκοσι περίπου χρόνια σ’ ένα μεγάλο πάρκο της Νέας
Υόρκης έκαναν βόλτα ένας πάστορας με το γιο
του, ένα παλικάρι 17 χρονών. Περπατούσαν αμέριμνοι, συζητούσαν, χαιρόντουσαν.
Ξαφνικά, από το πουθενά, θα λέγαμε, τους πλησίασε ένας νέος σε άσχημη
κατάσταση, μάλλον μεθυσμένος. Πριν συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει, τράβηξε έναν
σουγιά και τον κάρφωσε στο στήθος του παιδιού. Το παιδί σωριάστηκε αιμόφυρτο
και σε λίγα λεπτά ξεψύχησε στα χέρια του πατέρα του. Ο μεθυσμένος νεαρός
παραπατώντας πήγε λίγο παραπέρα και κατέρρευσε κι αυτός. Μαζεύτηκε κόσμος,
περικύκλωσαν και τον δυστυχισμένο πατέρα με το δολοφονημένο παιδί του και τον
άθλιο νεαρό. Ήρθε και η αστυνομία. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των παρισταμένων
συνέλαβαν τον δράστη και τον οδήγησαν στη φυλακή.
Ο πατέρας ανέβηκε τον Γολγοθά του. Κήδεψε το παιδί του.
Σε λίγες μέρες ειδοποιήθηκε από την αστυνομία να πάει να
καταθέσει μήνυση εναντίον του νεαρού. Ο πατέρας, αφού προσευχήθηκε θερμά στον
Κύριο να του δώσει τη δύναμη να συναντήσει χωρίς μίσος και θυμό τον φονιά του
παιδιού του, ξεκίνησε για τις φυλακές. Η καρδιά του ήταν μια φουρτουνιασμένη
θάλασσα. Απ’ τη μια η φυσική αντίδραση, ο θυμός για τον απρόκλητο φόνο. Απ΄την
άλλη τα λόγια του Χριστού: «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών. Αγαθοποιείτε αυτούς που
σας κάνουν κακό, ευλογείτε αυτούς που σας καταριούνται!». Εντείνει τη δύναμη
της προσευχής του.
Στη φυλακή συναντάει έναν αξιολύπητο νέο άντρα. Δεν είναι
πάνω από είκοσι χρονών. Είναι συντετριμμένος. Του έχουν πει τι έχει κάμει πάνω
στο μεθύσι του και τι τον περιμένει. Πολλά χρόνια φυλάκισης.
Όταν συναντιούνται οι
δυο, ο πάστορας κι ο δολοφόνος του παιδιού του, για λίγα λεπτά επικρατεί σιωπή.
Ο πάστορας αναζητάει τα μάτια του άλλου. Εκείνος είναι εξουθενωμένος. Τα μάτια
του κοιτούν το πάτωμα. Ψελλίζει λόγια ακαταλαβίστικα κι ύστερα ξεσπάει σε
λυγμούς απόγνωσης κι απελπισίας.
Ήρεμα τον πλησιάζει ο πάστορας και του πιάνει
τα χέρια. Τον βάζει να καθίσει απέναντί του κι αρχίζει να του μιλάει, να τον
ρωτάει ποιος είναι, ποια είναι η οικογένειά του, πού μένει, αν έχει δουλειά. Ο
νεαρός ηρεμεί και σιγά-σιγά ξετυλίγει μπροστά στον πατέρα την δυστυχισμένη ζωή
του: «Όταν ήταν πολύ μικρός τους εγκατέλειψε ο πατέρας, ο οποίος μπαινόβγαινε
στις φυλακές και φυσικά δεν γύρισε να τους ξαναδεί. Η μητέρα του άρχισε να
εκδίδεται για να βγάζει ένα πιάτο φαγητό. Μπαινόβγαιναν οι ξένοι άντρες στο
σπίτι τους. Δεν το άντεξε. Σηκώθηκε κι έφυγε πάνω στην εφηβεία, τότε που η ψυχή
του ανθρώπου είναι ανταριασμένη και στις καλύτερες συνθήκες. Πείνασε, κρύωσε,
έκλεψε, μέθυσε, πήρε ναρκωτικά, τον εκμεταλλεύθηκαν από κάθε άποψη. Κατάντησε
ένα κουρέλι».
Ο πάστορας τον ακούει προσεχτικά. Συγκλονίζεται από τον πόνο και
την ταλαιπωρία αυτής της ψυχής. Ξεχνάει εντελώς τη δολοφονία του παιδιού του.
Δεν έχει έναν φονιά απέναντί του. Έχει έναν δολοφονημένο νέο! Του παιδιού του
σκοτώθηκε το σώμα. Αυτού εδώ του νεαρού σκοτώθηκε η ψυχή!
Τα μάτια και των δύο
τρέχουν δάκρυα. Ο πάστορας αγκαλιάζει τον βρώμικο νέο κι ύστερα τον κοιτάζει
στα μάτια και του λέει: «Παιδί μου, από σήμερα θα γίνεις εσύ ο γιος μου! Θα σε
υιοθετήσω στη θέση του χαμένου μου παιδιού! Δεν θα σ’ ασφήσω πια μόνο στον πόνο
και την ορφάνια σου. Εγώ θα είμαι εδώ για σένα! Θα παλέψουμε μαζί!».
Κι έτσι έγινε! Ο νέος βρήκε έναν εξαιρετικό πατέρα
και ευτυχώς ανταποκρίθηκε με πολλή ευγνωμοσύνη και αξιέπαινη προσπάθεια στην αγάπη του.
Ο Θεός μας υιοθέτησε, μας έκαμε παιδιά του, εμάς τους άθλιους!
Εμάς που σταυρώσαμε τον μονογενή Υιό Του!
Τουλάχιστον ας ανταποκριθούμε στην αγάπη Του...
1 σχόλιο:
Συγκλονιστικό Σταυρούλα μου,να σαι καλά!
Δημοσίευση σχολίου