Πολυαγαπημένος Άγιος!
Το Συναξάρι του συναρπαστικό εγγίζει τα όρια του παραμυθιού.
Ίσως -για κάποιους αμφισβητίες- η αγάπη των πιστών γεννάει την υπερβολή...
Αλλά για τους πιστούς υπάρχει η διαβεβαίωση του Κυρίου:
"Αν έχετε πίστη, θα μετακινήσετε βουνά!".
"Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι!".
Γιατί δεν ζει πια αυτός, μέσα του ζει ο Παντοδύναμος Θεός!
Αλλά για τους πιστούς υπάρχει η διαβεβαίωση του Κυρίου:
"Αν έχετε πίστη, θα μετακινήσετε βουνά!".
"Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι!".
Γιατί δεν ζει πια αυτός, μέσα του ζει ο Παντοδύναμος Θεός!
"Οράς τί πεπράχασιν άνομοι, Λόγε!
Οράς κεφαλήν υπέρ Σού τετμημένην!"
Του ξέσχισαν τις σάρκες στον φοβερό τροχό,
τον παράχωσαν στο λάκκο με τον ασβέστη,
τον πότισαν δηλητηριώδη φαρμάκια.
Ο Θεός τον αποκαθιστούσε ή τον διαφύλασσε αβλαβή.
Με ολόλαμπρη από χαρά όψη αντιμετώπισε τον τελευταίο δήμιό του
που του χάρισε με αποκεφαλισμό
το αμάραντο στεφάνι της δόξας του μαρτυρίου.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Τ’ ΆΪ-ΓΙΩΡΓΗ
(από το Καταλαγάρι και τα Πεζά Πεδιάδος στη δεκαετία τού 1940)
Άϊ μου Γιώργη, αφέντη μου και ψαροκαβαλλάρη,
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι·
άγγελος είσαι στη θωριά κι άγιος στη θεότη·
παρακαλώ βοήθα με, άγιε στρατιώτη,
να λυτρωθώ απ’ το θεριό και Δράκοντα μεγάλο,
’π’ ά δε ντού ’πηαίναν άθρωπο κάθε πρωΐ και άλλο,
σταλιά νερό δεν ήφηνε να κατεβή στη Χώρα,
σα δε ντού ’πηαίναν άθρωπο πάντα την ίδιαν ώρα!
Τα μπουλλεθιά ερρίχνανε κι ότινος θέλ’ ας πέση,
ήπεμπε το παιδάκι ντου τού Δράκοντα πεσκέσι.
Τα μπουλλεθιά επέσανε κι εις τη βασιλοπούλλα,
απού την είχ’ η μάνα τζη μοναχορηγοπούλλα.
Κι ο βασιλιάς ως τ’ άκουσε, τούτο το λόγον είπε:
- «Το βιός μου όλο πάρετε και το παιδί μου αφήτε».
Εκεί σπαθιά συρθήκανε, μαχαίρι’ ακονισμένα:
- «Γή δώσ’ μας το παιδάκι σου, γή παίρνομε κι εσένα».
- «Στολίστε το παιδάκι μου και κάμετέ το νύφη
κι αμέτε το στο Δράκοντα, πεσκέσι να δειπνήση».
Πιάνουν και τη στολίζουνε ’πο το ταχύ ως το βράδυ
με δαχτυλίδια ολόχρυσα κι όλο μαργαριτάρι·
και παίρνου ντην οι βάγιες τση να πά’ να σεργιανίση
και πάνε και τη δένουνε στού Δράκοντα τη βρύση·
στα μάρμαρα τού πηγαϊδιού ρίξα ν-την αλυσίδα
κι εκειά την κατεβάσανε, άμοιρη κορασίδα!
Κι ο Άι-Γιώργης τό ’μαθε και τρέχει να τη σώση
κι από το άγριο θεριό να τήνε ’λετευρώση·
καβαλλικεύγει τ’ άλογο και το αντιποδίζει,
στο μάγουλο τού πηγαϊδιού πηγαίνει και καθίζει.
- «Μην το φοβάσαι το θεριό κι εγώ δα το ’ποθάνω,
άφησε ν’ αποκοιμηθώ στα γόνατά σου απάνω·
σίμωσε, κορασίδα μου, κοντά να με ψειρίσης
κι όντεν ακούσης το θεριό να μ’ αλαφροξυπνήσης».
Στα γόνατά τζη ακούμπησε, για νά τονε ψειρίση
κ’ ετρέχανε τα μάθια τζη σα θολωμένη βρύση·
σε λίγην ώραν ήκουσε μιαν ταραχή μεγάλη
κι ήτον ο Δράκος κι ήβγαινε μέσ’ από το πηγάϊ.
- «Ξύπνησ’ αφέντη, ξύπνησε και μη βαροκοιμάσαι
να το σκοτώσης το θεριό, που λες πως δε φοβάσαι·
σήκω, σήκω αφέντη μου και το νερό αφρίζει
κι ο Δράκοντας τ’ αντόδια ντου για μένα τ’ ακονίζει!»
Ο Άϊ-Γιώργης ’ξύπνησε σα μ-παραλοϊσμένος
και τ’ άρματά ντου ήρπαξε, ως ήτο μαθημένος·
γυρίζει στ’ ανατολικά και κάνει το σταυρό ντου
και το κοντάρι ’σήκωσε και μπήγει στο λαιμό ντου·
μια κονταριά τού έδωκε, την τρώει μές το στόμα
κι αμέσως τον εξάπλωσε χάμαι στσή γής το χώμα.
Με μια μπαμπακερή κλωστή πιστάγκωνα το δένει
τσή κορασίδας τό ’δωκε, μέσα στη Χώρα μπαίνει.
- «Νά, βασιλιά, το τέκνο σου· ορίστε το παιδί σου
κι απού τα φύλλα τσή καρδιάς δώσε του την ευκή σου».
- «Να ζήσης, καβαλλάρη μου· πώς λένε τ’ όνομά σου,
ένα μεγάλο χάρισμα να κάμω τσ’ αφεδιάς σου;»
- «Γιώργης στρατιώτης λέγομαι, απ’ την Καππαδοκία·
σα θες να κάμης τάξιμο, χτίσε μιαν εκκλησία
και βάλε και ζωγράφισε Χριστό και Παναγία·
στη δεξιά Ντου τη μ-πλευρά βάλ’ ένα γ-καβαλλάρη,
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι».
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι·
άγγελος είσαι στη θωριά κι άγιος στη θεότη·
παρακαλώ βοήθα με, άγιε στρατιώτη,
να λυτρωθώ απ’ το θεριό και Δράκοντα μεγάλο,
’π’ ά δε ντού ’πηαίναν άθρωπο κάθε πρωΐ και άλλο,
σταλιά νερό δεν ήφηνε να κατεβή στη Χώρα,
σα δε ντού ’πηαίναν άθρωπο πάντα την ίδιαν ώρα!
Τα μπουλλεθιά ερρίχνανε κι ότινος θέλ’ ας πέση,
ήπεμπε το παιδάκι ντου τού Δράκοντα πεσκέσι.
Τα μπουλλεθιά επέσανε κι εις τη βασιλοπούλλα,
απού την είχ’ η μάνα τζη μοναχορηγοπούλλα.
Κι ο βασιλιάς ως τ’ άκουσε, τούτο το λόγον είπε:
- «Το βιός μου όλο πάρετε και το παιδί μου αφήτε».
Εκεί σπαθιά συρθήκανε, μαχαίρι’ ακονισμένα:
- «Γή δώσ’ μας το παιδάκι σου, γή παίρνομε κι εσένα».
- «Στολίστε το παιδάκι μου και κάμετέ το νύφη
κι αμέτε το στο Δράκοντα, πεσκέσι να δειπνήση».
Πιάνουν και τη στολίζουνε ’πο το ταχύ ως το βράδυ
με δαχτυλίδια ολόχρυσα κι όλο μαργαριτάρι·
και παίρνου ντην οι βάγιες τση να πά’ να σεργιανίση
και πάνε και τη δένουνε στού Δράκοντα τη βρύση·
στα μάρμαρα τού πηγαϊδιού ρίξα ν-την αλυσίδα
κι εκειά την κατεβάσανε, άμοιρη κορασίδα!
Κι ο Άι-Γιώργης τό ’μαθε και τρέχει να τη σώση
κι από το άγριο θεριό να τήνε ’λετευρώση·
καβαλλικεύγει τ’ άλογο και το αντιποδίζει,
στο μάγουλο τού πηγαϊδιού πηγαίνει και καθίζει.
- «Μην το φοβάσαι το θεριό κι εγώ δα το ’ποθάνω,
άφησε ν’ αποκοιμηθώ στα γόνατά σου απάνω·
σίμωσε, κορασίδα μου, κοντά να με ψειρίσης
κι όντεν ακούσης το θεριό να μ’ αλαφροξυπνήσης».
Στα γόνατά τζη ακούμπησε, για νά τονε ψειρίση
κ’ ετρέχανε τα μάθια τζη σα θολωμένη βρύση·
σε λίγην ώραν ήκουσε μιαν ταραχή μεγάλη
κι ήτον ο Δράκος κι ήβγαινε μέσ’ από το πηγάϊ.
- «Ξύπνησ’ αφέντη, ξύπνησε και μη βαροκοιμάσαι
να το σκοτώσης το θεριό, που λες πως δε φοβάσαι·
σήκω, σήκω αφέντη μου και το νερό αφρίζει
κι ο Δράκοντας τ’ αντόδια ντου για μένα τ’ ακονίζει!»
Ο Άϊ-Γιώργης ’ξύπνησε σα μ-παραλοϊσμένος
και τ’ άρματά ντου ήρπαξε, ως ήτο μαθημένος·
γυρίζει στ’ ανατολικά και κάνει το σταυρό ντου
και το κοντάρι ’σήκωσε και μπήγει στο λαιμό ντου·
μια κονταριά τού έδωκε, την τρώει μές το στόμα
κι αμέσως τον εξάπλωσε χάμαι στσή γής το χώμα.
Με μια μπαμπακερή κλωστή πιστάγκωνα το δένει
τσή κορασίδας τό ’δωκε, μέσα στη Χώρα μπαίνει.
- «Νά, βασιλιά, το τέκνο σου· ορίστε το παιδί σου
κι απού τα φύλλα τσή καρδιάς δώσε του την ευκή σου».
- «Να ζήσης, καβαλλάρη μου· πώς λένε τ’ όνομά σου,
ένα μεγάλο χάρισμα να κάμω τσ’ αφεδιάς σου;»
- «Γιώργης στρατιώτης λέγομαι, απ’ την Καππαδοκία·
σα θες να κάμης τάξιμο, χτίσε μιαν εκκλησία
και βάλε και ζωγράφισε Χριστό και Παναγία·
στη δεξιά Ντου τη μ-πλευρά βάλ’ ένα γ-καβαλλάρη,
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι».
Στην Μονή Ζωγράφου στο Άγιον Όρος τιμάται ιδιαίτερα ο Άγιος Γεώργιος.
Τρεις εικόνες του με ιδιαίτερη ιστορία και θαυματουργική δύναμη
βρίσκονται εδώ.
Εικόνες Αγίου Γεωργίου στην Μονή Ζωγράφου
Η πρώτη εικόνα βρίσκεται στον ανατολικό κίονα του δεξιού χορού και αποδίδεται στους τρεις αυταδέλφους ιδρυτές της Μονής, τον Μωυσή, τον Ααρών και τον Ιωάννη. Όπως αναφέρει η παράδοση, αφού άρχισαν το κτίσιμο του Ναού, ετοίμασαν μια σανίδα και σκέπτονταν ποιον Άγιο να ιστορήσουν, ο οποίος θα ήταν και ο πολιούχος του μοναστηριού. Αφού επικαλέσθηκαν την Θεία αντίληψη και υπόδειξη, τοποθέτησαν τη σανίδα στο Ναό. Επιστρέφοντας την επόμενη μέρα βρήκαν απεικονισμένη την αχειροποίητη εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Τότε έκτισαν τη Μονή, το 919, και την ονόμασαν του Ζωγράφου, από την εικόνα που βρέθηκε ζωγραφισμένη.
Η δεύτερη αγία εικόνα ήρθε από την Αραβία. Την έβγαλε η θάλασσα στο λιμάνι της Μονής Βατοπεδίου. Η απροσδόκητη άφιξη της εικόνας προκάλεσε ταραχή και θόρυβο στο Άγιο Όρος. Μοναχοί έρχονταν απ' όλα τα μοναστήρια για να προσκυνήσουν την άγια εικόνα που με θαύμα φανερώθηκε στο λιμάνι. Μάλιστα κάθε μοναστήρι επεδίωκε να αποκτήσει το θησαυρό αυτό. Τελικά αποφάσισαν να βάλουν κλήρο και να δεχτούν την απόφαση της άγιας εικόνας. Πήραν ομόφωνα απόφαση όλοι οι γέροντες να φορτώσουν την εικόνα σ' ένα ξένο κι άγριο μουλάρι που δεν ήξερε τους δρόμους και τα Μοναστήρια και αφού το αφήσουν ελεύθερο να το ακολουθήσουν από μακριά. Εκεί που θα σταματούσε θα έπρεπε να μείνει η εικόνα. Έτσι και έγινε. Οδήγησαν το μουλάρι στο δρόμο Θεσσαλονίκης - Αγίου Όρους και το άφησαν ν΄ακολουθήσει όποιον δρόμο ήθελε. Και το μουλάρι με αργό και ισόμετρο περπάτημα σαν να ένοιωθε ότι μετέφερε ιερό φορτίο πέρασε από δύσβατους τόπους, δάση και υψώματα και έφτασε στην Μονή Ζωγράφου και στάθηκε ακίνητο σ' ένα πολύ ωραίο λόφο.
Με τον τρόπο αυτό πληροφορήθηκαν όλοι ότι η θέληση του Αγίου Γεωργίου ήταν να μείνει η ιερή εικόνα στη Μονή Ζωγράφου. Όλοι οι μοναχοί δέχτηκαν στη Μονή με χαρά και με πνευματικό πανηγύρι την ιερή εικόνα και την τοποθέτησαν στον κίονα του αριστερού χορού.
Στο βορειοδυτικό κίονα, που στηρίζεται και ο τρούλος, είναι αναρτημένη και τρίτη εικόνα του Αγίου Γεωργίου, για την οποία υπάρχει η πιο κάτω χειρόγραφη διήγηση στην Μονή Ζωγράφου.
"Ο Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Στέφανος σ' έναν από τους πολλούς πολέμους που έκαμε εναντίον των Τούρκων βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Με θερμή προσευχή στο Θεό ζήτησε τη βοήθειά Του. Στον ύπνο του εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος λουσμένος σε λαμπρό φως. Του είπε να συγκεντρώσει το στρατό του και να τον οδηγήσει με πίστη και θάρρος εναντίον των εχθρών.
"Με τη δύναμη του Θεού θα νικήσεις κι εγώ θα σε βοηθήσω στην μάχη αυτή. Θα ανακαινίσεις όμως μετά τη νίκη σου την Μονή Ζωγράφου που είναι αφιερωμένη στο όνομα μου και που τώρα στέκεται έρημη και μισογκρεμισμένη. Στείλε εκεί και την δική μου εικόνα που έχεις τώρα μαζί σου».
Ο Ηγεμόνας Στέφανος πήρε θάρρος από την εμφάνιση του Αγίου
και την επομένη συνέτριψε τους εχθρούς.
Ύστερα από λίγο καιρό έστειλε και την άγια εικόνα στο Άγιο Όρος
και ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου, σύμφωνα με την θέληση του Αγίου.
*Χρόνια πολλά κι ευλογημένα στους πολλούς φίλους και φίλες που φέρουν το όνομα του Αγίου.
Και σίγουρα ισχύει η παροιμία "Όπου Γιώργος και μάλαμα!".
*Χρόνια πολλά κι ευλογημένα στους πολλούς φίλους και φίλες που φέρουν το όνομα του Αγίου.
Και σίγουρα ισχύει η παροιμία "Όπου Γιώργος και μάλαμα!".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου