Στα σημερινά σπιτικά, όπου πλάθεται η επόμενη γενιά, την πρωτεύουσα και κεντρική θέση στην καθημερινή ζωή έχει η τηλεόραση και το internet που περνούν φυσικά τα δικά τους μηνύματα και ψευτοϊδανικά. Αλλά και η αγωγή που υποτίθεται πως εμείς οι γονείς δίνουμε στα παιδιά μας είναι απίστευτα εγωκεντρική και ανταγωνιστική. Σύνθημά μας -κι αν δεν το φωνάζουμε με λόγια, πάντως το μαρτυρούν τα έργα μας- είναι η καλοπέραση, το βόλεμα, το κυνήγι του πλούτου και της εφήμερης δόξας. Ακόμα και μέσα σε οικογένειες τάχα χριστιανικές δεν συναναντάς πια αυτό το άδολο πνεύμα ταπείνωσης, αγάπης, πίστης, ασκητισμού που μας περιγράφει πάρα πολύ όμορφα και γραφικά ο Γέροντας Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος, Ηγούμενος της Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους, καθώς ανακαλεί και καταθέτει τις αναμνήσεις των παιδικών του βιωμάτων στο νησί του, την Πάρο. Ας πάρουμε μια μικρή γεύση εκείνης της αγνής εποχής, της καθημερινότητας εκείνων των γενεών που ανέτρεφαν Αγίους.
"Μα εκείνο που ομόρφαινε τα βράδια στο νησί μας ήταν οι λεγόμενες βεγγέρες. Οι νύχτες στο σκοτεινό χωριό το χειμώνα ήταν ατέλειωτες και οι λάμπες με το πέντε νούμερο γυαλί λίγο φέγγανε στο εσωτερικό του σπιτιού.
Κι αυτές ήταν πάντα χαμηλωμένες, να μην κάψουν πολύ πετρέλαιο. Οικονομία παντού. Στο νερό, στα ξύλα, στο φαγητό, στα ρούχα. Πιο παλιά μήτε λάμπες δεν υπήρχαν. Ο βενετσιάνικος λύχνος έφεγγε στη μάννα να εργοχειρίσει. Εκεί, μπροστά στη βενετσιάνικη λουσέρνα, όπως την έλεγαν, συναγμένοι παππούδες, γονείς και παιδιά, διάβαζαν τα συναξάρια των Αγίων, αφηγούνταν θαύματα, θαλασσινές περιπέτειες, τυράγνιες του γένους μας, πειρατικές επιδρομές στο νησί μας, όπως τις άκουσαν από τους παλιούς.
Κι ήταν όλα μυσταγωγία για μας τα παιδιά. Από μικρός άκουγα το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου, τους πειρασμούς του Μεγάλου Αντωνίου, τα μαρτύρια της Αγίας Βαρβάρας. Έτσι το πρωί, αν ζητούσα κάτι άλλο, έκτος από το παρατιθέμενο, για φαγητό, η γιαγιά μου έλεγε:
-Δεν άκουσες, παιδί μου, πόσα υπέφερε η Αγία για την αγάπη του Χριστού, κι εμείς λίγη νηστεία δε θα κρατήσουμε; Κι έτσι όχι μόνο νηστεύαμε, αλλά ποθούσαμε τη νηστεία.
Μ' αυτό τον τρόπο οι απέραντες νύχτες του χειμώνα γινότανε οι ωραιότερες ώρες της ζωής μας. Με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση μνημονεύω όλους αυτούς που συγκροτούσανε αυτή την πνευματική πανδαισία και τους θυμάμαι έναν - έναν και τα ονόματα και τις φυσιογνωμίες τους, αν και πέρασαν πολλά χρόνια από τότε.
Ίσως επεκτείνω το κείμενο πέραν του δέοντος, αλλά θεωρώ τον εαυτό μου χρεώστη απέναντι στις ταπεινές αυτές ψυχές, που πολλές φορές διηγούνταν κάποια διήγηση ως κομμάτι αναπόσπαστο από τον εαυτό τους. Σαν να ήταν ή ίδια ή ζωή τους. Άλλωστε όλα αυτά τα θαυμάσια παραμένουν ακατάγραφα και με την πάροδο του χρόνου και τη σημερινή ψυχρότητα και αδιαφορία, σίγουρα θα λησμονηθούνε από τους επιγόνους.
Η γριά Στυλιανή, που 'χε υπό τη φροντίδα της το δισυπόστατο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, διακρινόταν για την ευλάβειά της, τη σοβαρότητα και τη σεμνότητα του ήθους της. Είχε ζήσει για χρόνια στην ξενιτιά, μα τίποτα δεν είχε αλλάξει πάνω της, μήτε ή κόμμωση, μήτε η ενδυμασία. Παλιακιά γυναίκα και στην εμφάνιση και στους τρόπους. Πολλά χρόνια χήρα, μύριζε λιβάνι και κερί. Στις βεγγέρες είχε το δικό της λόγο, που δεν τον άκουσε, αλλά τον έζησε.
Διηγείτο λοιπόν: Την εποχή που η ελονοσία μάστιζε τον κόσμο, βγήκα μια φεγγαρόλουστη νύχτα προς νερού μου. Βλέπω μπρος στα χαλάσματα του σπιτιού μας γέροντα με ψάθινο σκουφάκι να μαζεύει σκουπίδια και κάθε άχρηστο και βρώμικο πράγμα. Τον πλησίασα και σεβαστικά τον ρώτησα: «Τι κάνεις αυτού, Γέροντα;». Και μου αποκρίθηκε: «Καθαρίζω τον τόπο, γιατί όλοι θα απωλεστείτε από τη βρομισιά. Πες στον πρόεδρο, στα στάσιμα νερά να φυτέψει ευκαλύπτους, να καθαρίσει το χωριό και να ρίξει παντού άφθονο ασβέστη». «Ποιος είσαι συ, που τόσο πολύ μας αγαπάς, που και τη νύχτα εργάζεσαι για τη ζωή μας»; «Είμαι αυτός που φροντίζεις και κάθε απόβραδο μου ανάβεις το καντήλι. Γείτονας σας είμαι και δε με γνωρίζεις;». Κι έγινε άφαντος. Πράγματι ή κυρά Στυλιανή είπε στον πρόεδρο ό,τι της συνέστησε ο Άγιος Σπυρίδων. Πολλοί από τους ευκαλύπτους υπάρχουν και σήμερα εις μαρτύριο του θαύματος του Αγίου.
Η οσιότατη Γερόντισσα Παρθενία Ανδρομανάκου κατέθετε την πνευματική της παρηγοριά: "Όταν μόναζα στη Μονή του Χριστού ένα μεγάλο πρόβλημα με απασχολούσε. Δεν ήθελα να προχωρήσω, χωρίς να λάβω πληροφορία. Πήγα στον τάφο του οσίου Αρσενίου. Άφησα την καρδιά μου να ξεχειλίσει και τα μάτια μου να λούσουνε την πλάκα του τάφου του. Στο τέλος της δέησής μου πρόσθεσα, όπως πάντοτε: «Δι' ευχών του οσίου πατρός ημών Αρσενίου». Ευθύς άκουσα φωνή από τον τάφο: «Αμήν, Παρθενία μου!».
Και συνεχίζει ή Γερόντισσα: "Ήκουσα πως στο Άγιον Όρος στις αγρυπνίες κουνούν τους πολυελέους και τα καντήλια, για να έρθει χαρά και από το ουρανό. Στο δικό μας ταπεινό ησυχαστήριο δεν τα σείουμε εμείς, αλλά ο όσιος Φιλόθεος ο Αθωνίτης. Ψάλλαμε αγρυπνία στη γιορτή του οσίου με την αδελφή μου Αναστασία μοναχή, τη χήρα Γαρυφαλιώ Τριπολιτσιώτη και τον ανιψιό μου Μανόλη. Τα πάντα τα είχαμε κλειδωμένα, γιατί ό τόπος είναι έρημος. "Έβαλα στο νου μου να ψάλουμε και λίγους στίχους από τα Ανοιξαντάρια, όπως τα έμαθα από τη μακαρίτισσα μεγάλη Γερόντισσα Παρθενία Μάνδηλα. Ευθύς ως άρχισα, είδα το καντήλι του οσίου να κινείται ρυθμικά μέχρι το τέλος της αγρυπνίας. Λέγω στους άλλους: «Βλέπετε ο Όσιος χαίρεται με την αγρυπνία μας, δέχεται τη δέησή μας». Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις ελέησον ημάς.
*Η συνέχεια στο επόμενο!
1 σχόλιο:
Πολύ όμορφο κείμενο. Με συγκίνησε!
Όντως εκείνες οι γενιές έτρεφαν αγίους, γιατί είχαν ιδανικά και πίστη!
Εμείς να δούμε που θα καταλήξουμε..
Καλή σου μέρα :)
Δημοσίευση σχολίου