"Η κυρά-Δέσποινα ήταν από εκείνες τις γυναίκες της γενιάς της γιαγιάς μου που δεν ήξερε γράμματα, αλλά είχε τη σοφία του Θεού, γιατί την ψυχή της την είχε οργώσει ο πόνος και την είχε ντύσει η ταπείνωση. Είχε χάσει τον άντρα της, είχε χάσει και τέσσερα παιδιά της και προσπαθούσε ν΄αναστήσει τα υπόλοιπα τέσσερα μέσα σε φτώχεια και δυσκολίες που εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε.
Αξημέρωτα σηκωνόταν για τα καπνοχώραφα. Σταύρωνε τα παιδιά της που ακόμα κοιμόντουσαν στα στρώματά τους κι έφευγε, αφού τ΄ακουμπούσε μ΄εμπιστοσύνη στο Χριστό και στην Παναγία. Γύριζε στα μισά του πρωινού συμμάζευε τα παιδιά της, έκαμε τις δουλειές που έπρεπε στο απλοϊκό της σπιτάκι κι ύστερα ετοίμαζε το φτωχικό τραπέζι τους. Το απόγευμα μέχρι το βράδυ θα παστάλιαζαν όλοι μαζί τα φύλλα του καπνού κι αποκαμωμένοι θα έπεφταν για ύπνο και την άλλη μέρα πάλι το ίδιο. Το σώμα της πάντα κατάκοπο, αλλά η ψυχή της είχε δύναμη και φώτιση Θεού.
Εκείνο λοιπόν το μεσημέρι μάζεψε τα παιδιά της, από 6 ως 13 χρονών για το φαγητό. Είχε ένα καρβέλι ψωμί, ένα μπολάκι ελιές και ντομάτες. Έκαναν την προσευχή τους μ΄ευγνωμοσύνη στο Θεό για τ΄αγαθά Του που είχαν μπροστά τους. Κανένας δεν γκρίνιασε.
-Πώς να σας μοιράσω το ψωμί; ρώτησε η μάνα. Να το μοιράσω δίκαια σαν άνθρωπος ή σαν τον Θεό;
Τα παιδιά την κοίταξαν παραξενεμένα, αλλά είχαν και τα ίδια μπολιαστεί με την πίστη της μάνας τους και την αγάπη που είχε στο Θεό, γι΄αυτό απάντησαν όλα μαζί:
-Με τη δικαιοσύνη του Θεού! Είναι ανώτερη!
Άρχισε η κ.Δέσποινα να μοιράζει. Στον Κωστάκη έδωσε μια μεγάλη φέτα και πέντε ελιές, στο Θανάση έδωσε μια μικρή με τρεις ελιές, στη Βασούλα μια πολύ μεγάλη φέτα και εφτά ελιές και στη Χαρούλα ένα μικρό κομμάτι ψωμί. Περίσσεψε και μισό καρβέλι ψωμί και το τύλιξε στην πετσέτα με ευλάβεια και το κράτησε η ίδια. Κάθισαν και περίμενε η κ.Δέσποινα σιωπηλή. Τα παιδιά κοίταζαν το ένα το άλλο, κοίταζαν τις ολοφάνερα άνισες μερίδες κι απορούσαν με τη "μοιρασιά του Θεού".
-Μάνα, είπε κάποια στιγμή απογοητευμένη η πιο αδικημένη, η Χαρούλα που ήταν οχτώ χρονών, αλλά ήταν ξύπνια και δυναμική, έτσι θα τα μοίραζε ο Θεός; Τόσο άδικα;
-Πάρε από το δικό μου ψωμί, είπε η Βασούλα κι έκοψε το μισό δικό της και της το έδωσε.
-Παιδιά μου, είπε η κ.Δέσποινα. Έτσι μοιράζει ο Θεός, "άδικα", αλλά έχει το λόγο Του. Αυτός που πήρε το πολύ πρέπει να δώσει σ'αυτόν που έχει λίγο, ακριβώς όπως έκανε η Βασούλα. Στο Θανάση μπορεί να έδινε λίγο για να του μάθει να μην είναι λαίμαργος. Στον Κωστάκη μπορεί να έδινε αρκετό γιατί για πολλές προηγούμενες μέρες του έδινε λιγοστό, αλλά εκείνος υπέμενε χωρίς παράπονο και Τον ευχαριστούσε...
-Κι αυτό που κράτησες, μάνα; Για ποιον είναι;
-Αυτό, παιδιά μου, είναι του φτωχού. Θα τονε βρούμε να του το δώσουμε..."
Έτσι παιδαγωγούσε τα παιδιά της η κυρά-Δέσποινα και βγήκαν απ΄τη στέρηση και την άπειρη φτώχεια κάτι παιδιά διαμάντια... Πού είσαι κυρά-Δέσποινα;...
Αξημέρωτα σηκωνόταν για τα καπνοχώραφα. Σταύρωνε τα παιδιά της που ακόμα κοιμόντουσαν στα στρώματά τους κι έφευγε, αφού τ΄ακουμπούσε μ΄εμπιστοσύνη στο Χριστό και στην Παναγία. Γύριζε στα μισά του πρωινού συμμάζευε τα παιδιά της, έκαμε τις δουλειές που έπρεπε στο απλοϊκό της σπιτάκι κι ύστερα ετοίμαζε το φτωχικό τραπέζι τους. Το απόγευμα μέχρι το βράδυ θα παστάλιαζαν όλοι μαζί τα φύλλα του καπνού κι αποκαμωμένοι θα έπεφταν για ύπνο και την άλλη μέρα πάλι το ίδιο. Το σώμα της πάντα κατάκοπο, αλλά η ψυχή της είχε δύναμη και φώτιση Θεού.
Εκείνο λοιπόν το μεσημέρι μάζεψε τα παιδιά της, από 6 ως 13 χρονών για το φαγητό. Είχε ένα καρβέλι ψωμί, ένα μπολάκι ελιές και ντομάτες. Έκαναν την προσευχή τους μ΄ευγνωμοσύνη στο Θεό για τ΄αγαθά Του που είχαν μπροστά τους. Κανένας δεν γκρίνιασε.
-Πώς να σας μοιράσω το ψωμί; ρώτησε η μάνα. Να το μοιράσω δίκαια σαν άνθρωπος ή σαν τον Θεό;
Τα παιδιά την κοίταξαν παραξενεμένα, αλλά είχαν και τα ίδια μπολιαστεί με την πίστη της μάνας τους και την αγάπη που είχε στο Θεό, γι΄αυτό απάντησαν όλα μαζί:
-Με τη δικαιοσύνη του Θεού! Είναι ανώτερη!
Άρχισε η κ.Δέσποινα να μοιράζει. Στον Κωστάκη έδωσε μια μεγάλη φέτα και πέντε ελιές, στο Θανάση έδωσε μια μικρή με τρεις ελιές, στη Βασούλα μια πολύ μεγάλη φέτα και εφτά ελιές και στη Χαρούλα ένα μικρό κομμάτι ψωμί. Περίσσεψε και μισό καρβέλι ψωμί και το τύλιξε στην πετσέτα με ευλάβεια και το κράτησε η ίδια. Κάθισαν και περίμενε η κ.Δέσποινα σιωπηλή. Τα παιδιά κοίταζαν το ένα το άλλο, κοίταζαν τις ολοφάνερα άνισες μερίδες κι απορούσαν με τη "μοιρασιά του Θεού".
-Μάνα, είπε κάποια στιγμή απογοητευμένη η πιο αδικημένη, η Χαρούλα που ήταν οχτώ χρονών, αλλά ήταν ξύπνια και δυναμική, έτσι θα τα μοίραζε ο Θεός; Τόσο άδικα;
-Πάρε από το δικό μου ψωμί, είπε η Βασούλα κι έκοψε το μισό δικό της και της το έδωσε.
-Παιδιά μου, είπε η κ.Δέσποινα. Έτσι μοιράζει ο Θεός, "άδικα", αλλά έχει το λόγο Του. Αυτός που πήρε το πολύ πρέπει να δώσει σ'αυτόν που έχει λίγο, ακριβώς όπως έκανε η Βασούλα. Στο Θανάση μπορεί να έδινε λίγο για να του μάθει να μην είναι λαίμαργος. Στον Κωστάκη μπορεί να έδινε αρκετό γιατί για πολλές προηγούμενες μέρες του έδινε λιγοστό, αλλά εκείνος υπέμενε χωρίς παράπονο και Τον ευχαριστούσε...
-Κι αυτό που κράτησες, μάνα; Για ποιον είναι;
-Αυτό, παιδιά μου, είναι του φτωχού. Θα τονε βρούμε να του το δώσουμε..."
Έτσι παιδαγωγούσε τα παιδιά της η κυρά-Δέσποινα και βγήκαν απ΄τη στέρηση και την άπειρη φτώχεια κάτι παιδιά διαμάντια... Πού είσαι κυρά-Δέσποινα;...