* "Πρωτογνώρισα" τον Ιερομάρτυρα Χρυσόστομο πολύ μικρό παιδάκι, όταν με πήγαιναν οι γονείς μου στο μικροβιολογικό εργαστήριο του μακαρίτη κ.Παπαβασιλείου στην Πλατεία Αγίας Σοφίας. Μπροστά από την οικοδομή όπου βρισκόταν το εργαστήριο, στην Πλατεία, ήταν (και είναι νομίζω) στημένο το άγαλμα του Χρυσοστόμου. Με την παιδική περιέργεια είχα ρωτήσει τους γονείς μου ποιος είναι αυτός ο παππούλης. Μου εξήγησαν. Μου διηγήθηκαν την ιστορία του. Ήταν η πρώτη μου επαφή μ' "εκείνη τη θλίψη τη μεγάλη του 1922" και μ' αυτόν τον γίγαντα Μητροπολίτη που ενώ του δόθηκαν πολλές ευκαιρίες να φύγει για να σωθεί προτίμησε να μείνει δίπλα στο χειμαζόμενο ποίμνιό του και να υποστεί φριχτό μαρτυρικό τέλος! Όπως και ο Γρηγόριος και ο Αμβρόσιος και ο Προκόπιος και ο Ευθύμιος... Όχι δεν μπορεί το ελληνικό έθνος να ξεχωρίσει από την ορθόδοξη πίστη του. Σ' όλους τους αγώνες του και τα μαρτύριά του το ελληνικό έθνος είχε μπροστάρηδες και πρωτομάρτυρες τους ποιμένες του, τους πνευματικούς του πατέρες.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Χρυσοστόμου τοῦ νέου, ἐπισκόπου Σμύρνης, μαρτυρήσαντος αὐτόθι ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος, ἐν ἔτει ͵αϠκβ´ (1922). Ἔτι δὲ καὶ μνήμη τῶν ἐν Μικρασίᾳ καὶ τῇ καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῇ μαρτυρησάντων ἁγίων ἱεραρχῶν· Γρηγορίου ἐπισκόπου Κυδωνιῶν, Ἀμβροσίου ἐπισκόπου Μοσχονησίων, Προκοπίου ἐπισκόπου Ἰκονίου, καὶ Εὐθυμίου ἐπισκόπου Ζήλων,καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς ὑπὸ τῶν πολεμίων ἀναιρεθέντων καὶ τελειωθέντων ἱερέων, καὶ πάντων τῶν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ κλήρου καὶ τοῦ φιλοχρίστου στρατοῦ καὶ τοῦ πιστοῦ καὶ ὀρθοδόξου λαοῦ θυμάτων, «ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης» ἐκείνης.
Στίχ. Τιθεὶς ψυχὴν Χρυσόστομος ὁμοῦ συμμύσταις,
λαοῦ καὶ στρατοῦ τε ἀπαρχὴ προσηνέχθη.
Πρωτομάρτυς Χρυσόστομος ἀποφράδι ἐτύθη,
συνάθλων πληθύος ἑπομένης τῷ πότμῳ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμην ἐπιτελοῦμεν τῶν ἀναριθμήτων νεομαρτύρων, ἀγνώστων καὶ ἀφανῶν, ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδίων, ἀποκαρτερησάντων ἐν τῷ Παμμικρασιατικῷ διωγμῷ ὑπὲρ τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως μαρτυρησάντων. (1918‐1922).
Σε φυλλάδιο που τύπωσε το 1925 (τρία χρόνια μετά την καταστροφή) ο πολεμικός ανταποκριτής Κώστας Μισαηλίδης και το οποίο αναφέρεται στις τελευταίες ημέρες της Σμύρνης, δίνει για το μαρτύριο του Χρυσοστόμου συγκλονιστικές πληροφορίες. Γράφει:
«Λίγο πριν το μεσημέρι της Κυριακής, έβγαλαν το Μητροπολίτη από το φρουραρχείο.
– Να οι δικαστές σου και οι τζελάτηδές σου (δήμιοι), του είπεν ο φρούραρχος συνταγματάρχης Σαλήχ Ζακήμ Εφέντης.
Και τον παρέδωσε στον μαινόμενον όχλο (1500 Τούρκοι) που αποβραδύς ξημερώθηκε εκεί -βαλμένος, από τον Νουρεδίν- να τον προσμένη».
Ο Νουρεντίν απευθύνθηκε στο πλήθος, λέγοντάς τους:Αν καλό σας έκανε τούτος να του το ανταποδώσετε. Αν κακό σας έκανε, κάντε του και εσείς κακό! Εγώ σας παραδίδω τον χιρσίζ ντομούζ (κλεφτογούρουνο)
Σε μια από τις αίθουσες του δικαστηρίου, είχαν συγκεντρωθεί άνθρωποι του υποκόσμου, χαμάληδες και τουρκικά κακοποιά στοιχεία προκειμένου να τον δικάσουν. Μόλις εμφανίστηκε αγέρωχος ο Ιεράρχης, αυτοί άρχισαν να τον προπηλακίζουν, να του τραβούν τα γένια και τα ράσα και να τον φτύνουν. Ενστικτωδώς οι Σμυρνιοί δημογέροντες προσπάθησαν να προστατεύσουν τον Ιεράρχη τους, αλλά οι Τούρκοι τους έδεσαν προκειμένου να δουν το μαρτύριο και τον εξευτελισμό του θρησκευτικού τους ηγέτη.
Το λαϊκό δικαστήριο των εγκληματιών έβγαλε την απόφαση που ήταν: «Να σταυρωθεί… Να σταυρωθεί όπως ο Χριστός τους».
Ο Νουρεντίν διέταξε τον έφεδρο Λοχαγό του τουρκικού στρατού Ρουστέν Μπέη Βάσιτς να εκτελέσει την απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου. Ο Βάσιτς κατεβαίνοντας τα σκαλιά του Διοικητηρίου μαζί με τους τρεις μελλοθανάτους, τον Χρυσόστομο και τους δημογέροντες, δεν προλαβαίνει να βγει στο προαύλιο γιατί ξεπροβάλλει φρενιασμένος ο Νουρεντίν στο κεφαλόσκαλο και τραβώντας το περίστροφό του πυροβολεί τον Χρυσόστομο. Ήταν τέτοια η λύσσα του που το χέρι του έτρεμε από την οργή και αντί να πλήξει τον Χρυσόστομο τραυμάτισε θανάσιμα τον δημογέροντα Κλιμάνογλου.
Με τον πυροβολισμό και την έξοδο του Χρυσοστόμου στο προαύλιο το πλήθος ορμά.
Ο Τουρκικός όχλος, τελώντας σε έξαλλη κατάσταση, παρέλαβε τον Χρυσόστομο. Επιτέθηκε εναντίον του κτυπώντας τον με γροθιές, λοστούς και ξύλα και τον οδήγησαν σε ένα κουρείο, όπου τον ανάγκασαν να φορέσει μια λευκή μπλούζα. Στην συνέχεια, του ξερίζωσαν τη γενειάδα και τον έσυραν στην τουρκική συνοικία, προπηλακίζοντας και πτύνοντάς τον. Εκεί του επεφύλαξαν έναν αργό και βασανιστικό θάνατο: τον μαχαίρωσαν σε πολλά σημεία του σώματος του, εξόρυξαν τους οφθαλμούς του και του έκοψαν τα αυτιά και την μύτη.
Ο Χρυσόστομος αιμόφυρτος, σιωπηρός, περήφανος, χωρίς να ικετεύει και να λυγίζει στον εχθρό, σέρνεται από το πλήθος και αφού σε όλη τη διάρκεια των μαρτυρίων του έλεγε «Κύριε, ελέησόν με», αφήνει την τελευταία του πνοή αναφωνώντας: «Θεέ μου!».
Ένας Τουρκοκρητικός που συμμετείχε στον όχλο, μην αντέχοντας να βλέπει τους εξευτελισμούς και τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε ο Χρυστόστομος, τον πυροβόλησε για να δώσει τέλος στο μαρτύριό του.
Ο ακαδημαϊκός καθηγητής Γεώργιος Μυλωνάς, σε ομιλία του επίσημη, στις 14 Δεκεμβρίου 1982, στην Ακαδημία Αθηνών, δίδει την εξής συγκλονιστική μαρτυρία με την οποία και κατακλείει τον λόγο του βαθιά συγκινημένος: (Παρατίθενται αυτούσια τα λόγια του)
«Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω την ομιλία μου με μία προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη φορά εξομολογούμαι. Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μία ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’ ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ’ αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες μ’ επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβανον θύματα που ετυφεκίζοντο. Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή.
– Είσαι δάσκαλος; με ρωτά.
– Αυτήν την τιμή είχα! του απαντώ.
– Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;
– Ναι, του λέγω.
– Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ!
– Ελάτε μαζί μου έξω! λέγω στους συντρόφους μου.
– Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος!
Ποιά ήταν η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τουρκο-Κρητικό να λέει:
– Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μία τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος.
Και συνέχισε:
– Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ’ εκείνους που τον τύφλωσαν, που του ‘βγάζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες. Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με το αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε εστραμμένο προς τον Ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;
– Ναι ξέρω, του απήντησα. Έλεγε: "Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσι".
– Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε, ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει την χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δυο χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε που με δυο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι’ αυτό σας χάρισα τη ζωή.
– Και που τον έθαψαν; ρώτησα με αγωνία.
– Κανείς δεν ξέρει που έριξαν το κομματιασμένο του κορμί».