Ζούσε κάποτε ένας σοφός βασιλιάς. Αγαπούσε πολύ τους υπηκόους του και ήθελε με κάθε τρόπο να τους νουθετεί και να τους διδάσκει το καλό. Σκέφτηκε λοιπόν να κάνει το εξής: Κατρακύλησε έναν αρκετά μεγάλο βράχο στη μέση ενός δρόμου και στη συνέχεια κρύφτηκε στο διπλανό δάσος και παρακολούθησε τις αντιδράσεις των περαστικών.
Πέρασαν από εκείνον τον δρόμο πλούσιοι έμποροι, αυλικοί, μορφωμένοι και απλοί άνθρωποι. Όλοι κοιτούσαν κάπως περίεργοι και προσπερνούσαν από το πλάι. Κάποιοι κατηγορούσαν το βασιλιά και τους υπηρέτες του οι οποίοι δεν φρόντιζαν να κρατούν το δρόμο καθαρό, αλλά κανένας δεν έκαμε την παραμικρή προσπάθεια να μετακινήσει το βράχο.
Κόντευε να σουρουπώσει κι ο βασιλιάς ετοιμαζόταν να αφήσει την κρυψώνα του και να επιστρέψει στο παλάτι αρκετά απογοητευμένος. Τότε πέρασε από εκεί ένας χωρικός που κουβαλούσε ένα φορτίο με λαχανικά. Όταν είδε τον βράχο, άφησε κάτω το φορτίο του και προσπάθησε να τον μετακινήσει στην άκρη του δρόμου. Μετά από πολύ κόπο που του πήρε και πολλή ώρα κατάφερε να τον μετακινήσει. Αλλά τότε τον περίμενε μια μεγάλη έκπληξη: Κάτω από το βράχο υπήρχε ένα πορτοφόλι με πολλά χρυσά νομίσματα κι ένα σημείωμα του βασιλιά, το οποίο έγραφε πως το χρυσάφι του πορτοφολιού ανήκει σε όποιον θα μετακινήσει το βράχο από το δρόμο.Πέρασαν από εκείνον τον δρόμο πλούσιοι έμποροι, αυλικοί, μορφωμένοι και απλοί άνθρωποι. Όλοι κοιτούσαν κάπως περίεργοι και προσπερνούσαν από το πλάι. Κάποιοι κατηγορούσαν το βασιλιά και τους υπηρέτες του οι οποίοι δεν φρόντιζαν να κρατούν το δρόμο καθαρό, αλλά κανένας δεν έκαμε την παραμικρή προσπάθεια να μετακινήσει το βράχο.
Ο χωρικός ενθουσιάστηκε από το πλούσιο εύρημα, αλλά έμαθε και κάτι πολύ-πολύ πιο ωφέλιμο από τα χρυσά και τα πλούτη του κόσμου, πως δηλαδή κάθε εμπόδιο που παρουσιάζεται στη ζωή μας αποτελεί μια ευκαιρία για να γίνουμε καλύτεροι. Η προσπάθεια που θα κάνουμε για να υπερνικήσουμε το εμπόδιο, αυτή θα μας κάνει πιο δυνατούς, πιο έξυπνους, πιο πιστούς, πιο επίμονους, πιο υπομονετικούς. Όλα αυτά είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός, ένα υπέροχο μάθημα ζωής.