Η Σαλονίκη πού 'σβηνε μες του καιρού του διάβα,
καντήλι που τρεμόφωτο για λάδι λαχταρά
αποβραδίς κοιμήθηκε δυστυχισμένη σκλάβα
και την αυγούλα ξύπνησε αρχόντισσα κυρά.
Τι νά 'βλεπε στον ύπνο της; Ποιο νάταν τ' όνειρό της;
Τον Άη-Δημήτρη έβλεπε στ΄άτι του το γοργό
που ροβολώντας έκραζε με τη φωνή της νιότης:
"Άνοιξε πόρτα της σκλαβιάς η λευτεριά είμ' εγώ!".
Άνοιξ΄εκείνη ορθάνοιχτη μπροστά στον καβαλάρη
και μπήκε κείνος κι έλαμψε σαν τον Αυγερινό
και υψώνοντας και δείχνοντας τ' αστραφτερό κοντάρι
έδειξε με το δάχτυλο του Ολύμπου το βουνό.
Η σκλάβα ξύπνησε μεμιάς πετιέται απ' το κρεβάτι.
Τα θαμπωμένα μάτια της στα κάστρα της γυρνά.
Όχι δεν ήταν όνειρο! Νάτη η Παρθένα νάτη!
Όμορφη, γαλανόλευκη με το σταυρό ψηλά!...