-Μάνα...πεινώ...
-Δεν απομείνε τίποτα πλιο...
-Μάνα, ο πατέρας μου πού είναι πια;
-Εκεί στην ντάπια του ξαγρυπνά...
ή ποιος το ξέρει
μπορεί και νά 'φυγε στον ουρανό...
-Μάνα, μας άφηκε, λέω, κι αυτός ο Θεός!
Μόνοι στο έλεος των εχθρών...
-Τι λες, παιδί μου; Τι ξεστομίζεις;
Κι αν μες στα δόντια του μάς έσφιξ' ο Χάρος,
πιο δυνατός και πιο γρήγορος είν' ο Θεός.
Κει πάνω, κοντά Του έχει ετοιμάσει
τόπο αβασάνιστο, χλοερό,
γι' αυτούς που λιώσαν από την πείνα,
γι' αυτούς που ο πόνος τους έχει σβήσει,
για κάθε έρμο και ορφανό.
..............................................
-Μάνα, πού πάμε, μέσα στη νύχτα;
-Πάψε, παιδί μου, μην ακουστείς...
Απόψε η νύχτα θάναι μεγάλη!
Αφήνουμε πίσω το Μεσολόγγι,
αυτή τη γη, τη γλυκιά πατρίδα,
και μες απ' τα στόματα των εχθρών
ή θα περάσουμε σ' αιώνια δόξα
ή θα κερδίσουμε λευτεριά!
Μην ακουστείς πια, παιδί μου,
μόνο ψιθύριζε σιωπηλά:
"Έλέησε, Κύριε, τη δόλια Ελλάδα μας
και κράτα με μες στη δική Σου αγκαλιά!"
....................................................
-Παιδί μου, αγόρι μου, μονάκριβε γιε μου
έφυγες, χάθηκες μες στην αντάρα, στον χαλασμό...
Μονάχη απόμεινα να βολοδέρνω
μες στα ρουμάνια και τα λαγκάδια να τριγυρνώ.
Και τ' ακριβό μου το Μεσολόγγι το βλέπω πέρα
καμένο κι έρμο να κλαίει βουβά!
Κείνο κι εγώ στον πόνο δέσαμε,
γινήκαμ΄ ένα κομμάτι πόνου και δόξας,
θρήνου κι αιώνιας αναφοράς! (Σ.Κ.)