Αλήθειες -δυστυχώς- με πολλή καθαρό και γλαφυρό τρόπο ειπωμένες!!!
"Κύριε διευθυντά
Πριν από τον πόλεμο του ’40 ο Μεταξάς είχε πει να βγάλετε τα λουλούδια από τις γλάστρες και να βάλετε λαχανικά γιατί προμηνυόταν πόλεμος.
Και ήρθε ο πόλεμος, 10 χρόνια υποφέραμε με Ιταλούς, με Γερμανούς, με Τούρκους και το τελευταίο το χειρότερο με τους αντάρτες. Βγήκαν κάτι παραμορφωμένοι και σήκωσαν τους τεμπέληδες, τους κατσικοκλέφτες, τους έκαναν δολοφόνους και εσκότωσαν την μάνα τους, τον πατέρα τους και τα αδέρφια. Εβγήκε ο Λεωνίδας Κύρκος στην τηλεόραση και τους τα εφώναξε, αλλά δεν μας ωφελούν εμάς τα λόγια του, εμείς τους ανθρώπους μας δεν τους ξαναβλέπουμε.
Μετά τον πόλεμο εμείς οι παλαιότεροι ριχτήκαμε όλοι στη δουλειά, στο εξωτερικό, στο εσωτερικό, εφτιάσαμε σπίτια, δρόμους, ιδρύματα και τα καταστρέψαν όλα από το ’81 που άλλαξαν οι κυβερνήτες και έγιναν καλοπατέρες.
Έδωσαν και στις κότες συντάξεις και μισθούς, έβαλαν στο Δημόσιο γραμματισμένους και αγράμματους, με τι θα τα πλήρωναν όλα αυτά; Είχαν καμιά μηχανή να βγάζει χρήματα ή να παίρνουν δανεικά και αγύριστα;
Γι’ αυτό εφτάσαμε εδώ. Δεν ξέρω γιατί δεν δουλεύει ο κόσμος, μικροί και μεγάλοι, οι Αλβανοί γιατί δουλεύουν; Εμείς περιμένουμε «πέσε μαραγκούλα να σε φάω, δεν προλαβαίνει να γένει, την τρώνε τα πουλιά».
Ένα εργοστάσιο ήταν στους Φιλιάτες, το έκλεισαν κι αυτό.
Το καλοκαίρι αρρώστησα και εγώ στα βαθιά γεράματα, επήγα στο νοσοκομείο 10 μέρες. Είδα καλά και δυσάρεστα, ευτυχώς που έχουμε ένα καλό νοσοκομείο με αξιόλογους γιατρούς και προσωπικό, όλοι τους με ευγένεια, αυτά θέλει ο άρρωστος. Να αγιάσει αυτός που έβαλε τα θεμέλια και σώνεται ο κόσμος.
Στον θάλαμο που ήμασταν πέντε γριές, είχαμε το βράδυ πέντε ξένες αποκλειστικές, Αλβανίδες και Ρωσίδες. Οι Ελληνίδες είναι αρχόντισσες. Ερχόταν μία γυναίκα αργά το βράδυ και την ερώτησα πούθε είναι.
-Από την Αλβανία είμαι, μου είπε.
-Πού μένεις;
-Μένω στην Κοκκινιά.
-Με τι έρχεσαι εδώ τούτην ώρα;
-Με το αυτοκίνητό μου.
-Πώς τα βολεύεις; της λέω.
-Εκοιτούσα μια γριά και μένουμε εκεί, δεν πληρώνω νοίκι, έχω τα ζωντανά μου, βάζω τα κηπικά μου.
-Τι ζωντανά έχεις; της είπα.
-Έχω 60 πρόβατα.
-Πώς τα θρέφετε, αγοράζετε τροφές;
-Όχι, μου είπε, λίγα πράματα. Καθαρίζει ο άνδρας μου τα περιβόλια, τα κλαδεύει κι εκεί τα βάζομε.
Εμείς γιατί εφτάσαμε εδώ; Επάει το χρήμα στην Αλβανία, και το λάδι. Οι Ελληνίδες δεν σκύβουν να μάσουν ελιές, χαλάει το μανικιούρι. Κοιτάζουν το πορτοφόλι να βρουν κανένα πενηντάλεπτο, να πάρουν τρία κλωνιά μαϊντανό. Θα μας πάρουν τον τόπο οι Αλβανοί.
Οι κυβερνήτες δεν ξέρουν να κυβερνήσουν, περιμένουν τα έτοιμα, αλλά αν κοπεί το νερό, θα σταματήσει ο μύλος. Τι θα γίνει ο κόσμος που δεν δουλεύει; Άκουσα στην τηλεόραση πως διορίσαν νέα παιδιά με 500 ευρώ. Πώς θα ζήσουν αυτά τα παιδιά, πώς θα κάνουν οικογένεια;
Και οι μεγαλύτεροι καρεκλάδες παίρνουν δυο και τρεις χιλιάδες δουλεμένα και αδούλευτα. Εδούλεψαν περισσότερο από τον εργάτη, από τον αγρότη, από τον κτηνοτρόφο; Ή μήπως είχαν διπλές μασέλες και διπλά στομάχια; Η καρέκλα ψωμί δεν βγάζει. Άλλοι σκάβουν και κλαδεύουν, και μετράνε και τη δεκάρα, και άλλοι πίνουν και μεθούνε.
Κανένας έλεγχος, καμιά πειθαρχία, φάτε λύκοι, φάτε αρκούδες.
Να τσακιστούν να φέρουν τους μισθούς και τις συντάξεις όλες στα πεντακόσια. Αν θα γίνει αυτό, θα βγει το χρέος και θα ζήσει και ο κόσμος.
Είχαμε μια χώρα ξακουστή, μια χώρα ξακουσμένη και την εκατάντησαν ένα κουρέλι".
Αλεξάνδρα Δημητρίου