Εδώ ΄ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου.
Ω, εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις να προσέχεις-
εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου
κι απ’ τη θυσία κι απ’ τη σκληρότητα του ανθρώπου.
Εδώ μια στήλη απλή, μαρμάρινη, όλη κι όλη
με ονόματα σεμνά κι η Δόξα τα ανεβαίνει
λυγμό-λυγμό, σκαλί-σκαλί, μεγίστη σκάλα.
( Γιάννης Ρίτσος )
Ο επικεφαλής του Διεθνούς Ερυθρού
Σταυρού στην Ελλάδα Σουηδός Στούρε Λινέρ στο βιβλίο του «Η Οδύσσειά μου» γράφει
για το Δίστομο:
«Παντρευτήκαμε με την Κλειώ στις 14 Ιουνίου 1944. Ο υπεύθυνος της ελληνικής
επιτροπής ‘Εμιλ Σάνστρομ παρέθεσε γαμήλιο γεύμα προς τιμήν μας. Αργά το βράδυ
με απομάκρυνε από τα γέλια και τις φωνές προς μια γωνιά όπου θα μπορούσαμε να
μιλήσουμε οι δυο μας. Μου διάβασε ένα τηλεγράφημα το οποίο έλεγε πως οι Γερμανοί
έσφαζαν για τρεις ημέρες τον πληθυσμό του Διστόμου στην περιοχή των Δελφών και
στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. Πιθανοί επιζώντες είχαν ανάγκη άμεσης
βοήθειας. Το Δίστομο ήταν μέσα στα όρια της περιοχής, την οποία εκείνη την
εποχή ήμουν αρμόδιος να τροφοδοτώ με τρόφιμα και φάρμακα. Έδωσα με τη σειρά μου
το τηλεγράφημα στη γυναίκα μου Κλειώ να το διαβάσει. Εκείνη έγνεψε καταφατικά κι έτσι
αποχωρήσαμε διακριτικά από τη χαρούμενη γιορτή.
Περίπου μια ώρα αργότερα
ήμασταν καθ’ οδόν μέσα στη νύχτα. Απαιτήθηκε ανυπόφορα μεγάλο χρονικό διάστημα
έως ότου διασχίσουμε τους χαλασμένους δρόμους και τα πολλά μπλόκα για να
φτάσουμε χαράματα πια στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο Δίστομο.
Από τις άκρες του δρόμου ανασηκώνονταν γύπες από χαμηλό ύψος αργά και
απρόθυμα, όταν μας άκουγαν να πλησιάζουμε.
Σε κάθε δέντρο κατά μήκος του δρόμου και για εκατοντάδες μέτρα κρεμόντουσαν
ανθρώπινα σώματα σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόμα
ζωντανά. Ήταν οι κάτοικοι του χωριού που τιμωρήθηκαν μ’ αυτό τον τρόπο γιατί
θεωρήθηκαν ύποπτοι για παροχή βοήθειας στους αντάρτες της περιοχής οι οποίοι
επιτέθηκαν σε δύναμη των Ες-Ες. Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Μέσα στο χωριό
σιγόκαιγε ακόμα φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών. Στο χώμα κείτονταν
διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικοι έως
νεογέννητα. Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη μήτρα με τη ξιφολόγχη και
αφαιρέσει τα στήθη. Άλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, με τα εντόσθια τυλιγμένα
γύρω από το λαιμό.
Φαινόταν σαν να μην είχε επιζήσει κανείς. Μα, να! Ένας παππούς στην άκρη του
χωριού! Από θαύμα είχε καταφέρει να γλιτώσει από τη σφαγή. Ήταν σοκαρισμένος
από τον τρόμο, με άδειο βλέμμα, τα λόγια του πλέον ακατανόητα…
Κατεβήκαμε στη μέση της συμφοράς και φωνάζαμε στα ελληνικά: «Ερυθρός
Σταυρός! Ερυθρός Σταυρός! Ήρθαμε να βοηθήσουμε!»
Από μακριά μας πλησίασε διστακτικά μια γυναίκα. Μας αφηγήθηκε πως ένας
μικρός αριθμός χωριανών πρόλαβε να διαφύγει προτού ξεκινήσει η επίθεση. Μαζί μ’
εκείνην αρχίσαμε να ψάχνουμε. Αφού ξεκινήσαμε οι τρεις μας, διαπιστώσαμε ότι η γυναίκα
είχε πυροβοληθεί στο χέρι. Τη χειρουργήσαμε αμέσως με χειρουργό την Κλειώ.
Ήταν το ταξίδι του μέλιτός μας!!!
..................................................................................................
Λίγον καιρό αργότερα η επαφή μας με το Δίστομο θα αποκτούσε έναν
αξιοσημείωτο επίλογο:
Όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αναγκάστηκαν να
εγκαταλείψουν την Ελλάδα, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα γι’ αυτούς. Μια
γερμανική ομάδα περικυκλώθηκε από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή του Διστόμου.
Σκέφθηκα ότι αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί από τους Έλληνες ως ευκαιρία για
αιματηρή εκδίκηση. Πόσο μάλλον που η περιοχή εδώ και καιρό είχε αποκοπεί από
κάθε παροχή βοήθειας και τροφίμων.
Ετοίμασα λοιπόν φορτηγά με τα αναγκαία τρόφιμα. Έστειλα στο Δίστομο μήνυμα
για την άφιξή μας κι έτσι βρεθήκαμε στο δρόμο για εκεί για άλλη μια φορά, η
Κλειώ κι εγώ.
Όταν φτάσαμε στα όρια του χωριού, μας συνάντησε μια επιτροπή με τον παπά στη
μέση. Έναν παλαιών αρχών πατριάρχη με μακριά, κυματιστή, λευκή γενειάδα. Δίπλα
του στεκόταν ο αρχηγός των ανταρτών με πλήρη εξάρτηση. Ο παπάς πήρε το λόγο και
μας ευχαρίστησε εκ μέρους όλων που ήρθαμε με τρόφιμα. Μετά πρόσθεσε:
«Εδώ είμαστε όλοι πεινασμένοι, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο κι οι Γερμανοί
αιχμάλωτοι. Τώρα, αν εμείς λιμοκτονούμε, είμαστε τουλάχιστον στον τόπο μας. Οι
Γερμανοί δεν έχουν χάσει μόνο τον πόλεμο, είναι επιπλέον και μακριά από την
πατρίδα τους. Δώστε τους το φαγητό που έχετε μαζί σας. Έχουν μακρύ δρόμο
μπροστά τους!».
Σ’ αυτή του τη φράση γύρισε η Κλειώ το βλέμμα της και με κοίταξε.
Υποψιαζόμουν τι ήθελε να μου πει μ΄ αυτό το βλέμμα, αλλά δεν έβλεπα πλέον
καθαρά. Απλά στεκόμουν κι έκλαιγα…»