Οἱ γὰρ δίκαιοι ζῶσι καὶ τεθνηκότες·
Τα σύγχρονα χρόνια της κρίσης δεν είναι τα χειρότερα για την πατρίδα μας. Ο 18ος αιώνας επεφύλασσε για τους υπόδουλους Έλληνες μεγάλη φτώχια, πικρή σκλαβιά και απίστευτη απαιδευσιά. Μαζικές εξωμόσεις και άθλια καθημερινότητα κρατούσαν τους ραγιάδες ανέλπιδους, αμόρφωτους, κυριολεκτικά στο σκοτάδι. Σαν φως στο σκοτάδι εμφανίστηκε εκείνα τα χρόνια ο ιερομάρτυς και εθναπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779). Ταπεινός καλόγερος με φτωχική εξωτερική εμφάνιση, αλλά φλογερή ψυχή αφού μαθήτευσε στον ιεροδιάκονο Ανανία τον Δερβισάνο και στην Αθωνιάδα Σχολή και αφού ασκήτεψε στην ιερά Μονή Φιλοθέου, πήρε ευλογία από τον Πατριάρχη και ξεκίνησε περιοδείες -τέσσερις συνολικά- στον ελλαδικό χώρο για να σπείρει τον σπόρο της πνευματικής λευτεριάς αλλά και της εθνικής. Μιλώντας την απλὴ γλώσσα του λαου, που χειριζόταν θαυμάσια, συμβούλευε την αγάπη, την ομόνοια, την αφιλοκέρδεια, την παύση της κερδοσκοπίας των εμπόρων και των πλουσίων και προ πάντων στηλίτευε τους εξισλαμισμούς. Μοίραζε ελεημοσύνες, ίδρυε εκκλησίες και σχολεία καὶ κυρίως φρόντιζε τὸν κόσμο πούβλεπε πεσμένο θρησκευτικά και ηθικά. «Τούς ἀγρίους ἡμέρευε, τοὺς λῃστὰς κατεπράϋνε, τοὺς ἀνελεήμονας ἔδειχνε ἐλεήμονας, τοὺς ἀνευλαβεῖς εὐλαβεῖς, τοὺς ἀμαθεῖς ἐμαθήτευε». Εβραίοι συκοφάντησαν τὸν Πατρο-Κοσμά στον Κουρτ-Πασά και ζήτησαν τον θάνατό του. Με δόλο πλησίασαν τον Άγιο οι απεσταλμένοι του Χότζα δήμιοι και του έκαναν γνωστή τη διαταγὴ που είχαν. Ο Πατροκοσμάς δέχθηκε με χαρά την θανατικὴ απόφαση, γονυκλινὴς προσευχήθηκε στον Θεό, ευλόγησε σταυροειδώς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και οδηγήθηκε στην αγχόνη. Οι δήμιοί του εγύμνωσαν το ιερό λείψανο και το πέταξαν στον ποταμό. Το ανέσυρε ο παπα-Μάρκος που το είδε να πλέει όρθιο στο νερό σαν να ήταν ζωντανό. Το έφερε στην εκκλησία κι αφού απέδωσαν τις πρέπουσες τιμές το έθαψαν κοντά στον ναό στο χωριό Καλλικόντασι στη σημερινή Βόρεια Ήπειρο (στην Αλβανία).
«Ἡ πατρίδα μου ἡ ψεύτικη, ἡ γήϊνη καὶ μάταιη, εἶναι ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Ἄρτης καὶ ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν Ἀπόκουρο. Ὁ πατέρας μου, ἡ μητέρα μου, εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Εἶμαι, λοιπόν, κι᾿ ἐγὼ ἀδελφοί μου, ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, χειρότερος ἀπ᾿ ὅλους. Εἶμαι ὅμως δοῦλος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἐσταυρωμένου, καὶ ὄχι πὼς ἐγὼ εἶμαι ἄξιος νὰ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς ποὺ μὲ καταδέχεται διὰ τὴν εὐσπλαχνίαν Του. Τὸν Χριστό μας, λοιπόν, ἀδελφοί μου πιστεύω, δοξάζω καὶ προσκυνῶ. Τὸν Χριστόν μας παρακαλῶ νὰ μὲ καθαρίση, ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν ψυχικὴν καὶ σωματικήν. Τὸν Χριστὸ παρακαλῶ νὰ μὲ δυναμώσῃ νὰ νικήσω τοὺς τρεῖς ἐχθρούς: τὸν κόσμον, τὴν σάρκα καὶ τὸν πειρασμόν. Τὸν Χριστόν μου παρακαλῶ νὰ μὲ ἀξιώση νὰ χύσω καὶ ἐγὼ τὸ αἷμα μου, διὰ τὴν ἀγάπην Του.
Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, ἦτο δυνατὸν ν᾿ ἀνέβω εἰς τὸν οὐρανόν, νὰ φωνάξω μίαν φωνὴν μεγάλη, νὰ κηρύξω σ᾿ ὅλον τὸν κόσμον πὼς μόνον ὁ Χριστός μας εἶναι Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἀληθινὸς καὶ ζωὴ τῶν πάντων, ἤθελα τὸ κάμει. Καὶ ἐπειδὴ δὲν δύναμαι νὰ πράξω ἐκεῖνο τὸ μέγα, κάμω τοῦτο τὸ μικρὸν καὶ περιπατῶ ἀπὸ τόπον εἰς τόπον καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου κατὰ δύναμιν, ὄχι ὡς διδάσκαλος, ἀλλ᾿ ὡς ἀδελφός. Διδάσκαλος μόνον ὁ Χριστός μας εἶναι.»
1.Καὶ διὰ τοῦτο πρέπει νὰ στερεώνετε σχολεῖα ἑλληνικά, νὰ φωτίζωνται οἱ ἄνθρωποι· διότι διαβάζοντας τὰ ἑλληνικὰ τὰ ηὕρα ὁποὺ λαμπρύνουν καὶ φωτίζουν τὸν νοῦν τοῦ μαθητοῦ ἀνθρώπου. Καθὼς φωτίζει ὁ ἥλιος τὴν γῆν, ὅταν εἶνε ξαστεριά, καὶ βλέπουν τὰ μάτια μακρυά, ἔτσι βλέπει καὶ ὁ νοῦς τὰ μέλλοντα· ἀπεικάζουν ὅλα τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά, φυλάγονται ἀπὸ κάθε λογῆς κακὸν καὶ ἁμαρτίαν· διατὶ τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὴν ἐκκλησίαν, μανθάνομεν τί εἶνε Θεός, τί εἶνε ἡ Ἁγία Τριάς, τί εἶνε ὁ ἄγγελος, τί εἶνε ἡ ἀρετή, τί εἶναι οἱ δαίμονες, τί εἶνε ἡ κόλασις. Τὰ πάντα ἀπὸ τὸ σχολεῖον τὰ μανθάνομεν.
2.Μᾶς ἐχάρισεν ὁ πανάγαθος Θεὸς τὰ ὀμμάτιά μας νὰ τηράζωμεν εἰς τὸν οὐρανόν, νὰ βλέπωμεν τὰ ἄστρα, τὸν ἥλιον, τὸ φεγγάρι, τὰ πάντα, νὰ δοξάζωμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ λέγωμεν: Θεέ μου, ἐὰν αὐτὸς ὁ ἥλιος εἶνε τόσον λαμπρός, ὁποὺ εἶνε κτίσμα, ἀμὴ ἐσύ, ὁποὺ ἔκαμες τὸν ἥλιον, πόσον εἶσαι λαμπρότερος! Ἄχ, Θεέ μου, ἀξίωσέ με νὰ σὲ ἀπολαύσω. Αὐτὸ εἶνε τὸ χρέος μας, ἀδελφοί μου.
3.Μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς τὰ ποδάρια μας. Ἔχομεν χρέος νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ στεκώμεθα μὲ εὐλάβειαν καὶ νὰ περιπατῶμεν εἰς τὸν καλὸν δρόμον.
4.Μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς πλοῦτον. Ἔχομεν χρέος νὰ τρώγωμεν καὶ νὰ πίνωμεν τὸ ἀρκετόν μας, τὰ ρουχαλάκια μας τὰ ἀρκετά, καὶ τὰ ἐπίλοιπα νὰ τὰ ἐξοδιάζωμεν εἰς τοὺς πτωχοὺς διὰ τὴν ψυχήν μας. Καὶ δὲν μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὸν πλοῦτον διὰ νὰ πολυτρώγωμεν καὶ νὰ κάμωμεν πολύτιμα φορέματα καὶ παλάτια ὑψηλά, νὰ χορεύουν τὰ ποντίκια αὔριον, καὶ οἱ πτωχοὶ νὰ ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν.
5.Νὰ κάμης μίαν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου, νὰ ἔχῃς καὶ τὸν ἅγιον τοῦ παιδιοῦ σου. Καὶ ὅταν τὸ παιδίον σηκώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνον καὶ σοῦ γυρεύη ψωμί, νὰ τὸ βάλης ἐμπρὸς εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τοῦ εἰπῆς: Ἐγώ, παιδί μου, δὲν ἔχω ψωμί· ὁ Χριστὸς ἔχει. Σήκω νὰ κάμης τὸν σταυρόν σου, νὰ παρακαλέσωμεν τὸν ἅγιόν σου νὰ παρακαλέση τὸν Χριστὸν νὰ σοῦ τὸ δώσῃ. Καὶ ἔτσι τὸ παιδίον παρακινεῖται διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ψωμιοῦ καί, εὐθὺς ὁποὺ ξυπνᾶ, τὸν ἅγιόν του βλέπει. Βλέποντας τότε ὁ διάβολος τὸ παιδίον πὼς ἔχει τὴν ἐλπίδα του εἰς τὸν Χριστὸν καὶ εἰς τὸν ἅγιόν του κατακαίεται καὶ φεύγει. Καὶ ἔτσι νὰ συνηθίζετε τὰ παιδιά σας, νὰ τὰ παιδεύετε ἀπὸ μικρά, διὰ νὰ συνηθίζουν εἰς τὸν καλὸν δρόμον.
6.Καὶ ἂν θέλης νὰ ζήση τὸ παιδίον, ἐγὼ νὰ σὲ εἴπω πῶς νὰ κάμης· νὰ κάμης τοῦ παιδιοῦ σου ἕνα φόρεμα καὶ ἄλλο ἕνα ἐκείνου τοῦ πτωχοῦ παιδιοῦ· καὶ διὰ τὸ χατίρι ἐκείνου τοῦ πτωχοῦ παιδιοῦ χαρίζει ὁ Θεὸς τὴν ζωὴν τοῦ παιδιοῦ σου. Καὶ νὰ ἀγαπᾶς τὰ πτωχὰ τὰ παιδιὰ καλύτερα ἀπὸ τὰ ἐδικά σου· εἰ δὲ καὶ νὰ ζητᾶς πῶς νὰ δίνης τοῦ παιδιοῦ σου νὰ τρώγη καὶ νὰ πίνη καλά, νὰ ἔχῃ εὔμορφα φορέματα, καὶ δι᾿ ἐκεῖνο τὸ πτωχὸ νὰ μὴ σὲ μέλη, αὔριο βλέπεις τὸ παιδί σου ἀποθαμένο καὶ καίγεται ἡ καρδιά σου. Καὶ ἐνῶ τὸ πτωχό, τὸ ξυπόλητο, τὸ γυμνό, τὸ πεινασμένο, τὸ καταφρονεμένο τὸ βλέπεις θρεμμένο καὶ εἶνε ὡσὰν γουρουνόπουλο, καὶ τὸ ἐδικό σου γίνεται ὡσὰν χτικιασμένο.
7.Καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, ὁποὺ εἶνε ὁ ἅγιος τοῦ παιδιοῦ σου, ἂν θέλης νὰ κάμης κούρμπανο νὰ ἑορτάσῃς τὸν ἅγιον, πῶς πρέπει νὰ κάμης, ἐγὼ σὲ λέγω. Γίνεται τὸ κούρμπανο θεϊκόν, γίνεται καὶ διαβολικόν. Θεϊκὸν κούρμπανον εἶνε· τώρα θέλεις νὰ δώσῃς τρία γρόσια νὰ πάρης ἕνα πρόβατο· δόσε τὸ ἕνα γρόσι τοῦ παπᾶ σου νὰ σοῦ διαβάση τόσες Λειτουργίες, τὸ ἄλλο γρόσι πάρε κερί, λιβάνι καὶ λάδι καὶ σύρ᾿ τα εἰς τὴν ἐκκλησίαν νὰ τὰ κάψουν ἐμπρὸς εἰς τὸν ἅγιον καὶ τὸ ἄλλο γρόσι μοίρασέ το μὲ τὸ χέρι σου κρυφὰ ἐλεημοσύνην, νὰ μὴ σὲ ξεύρη κανένας. Αὐτὸ εἶνε τὸ θεϊκὸ κούρμπανο. Καὶ νὰ διαβάσῃς τὸ συναξάρι τοῦ ἁγίου νὰ ἀκούη τὸ παιδί σου. Καὶ νὰ τοῦ εἰπῆς: Ἀκούεις, παιδί μου, τί ἔκαμνεν ὁ ἅγιός σου; Ἔτσι νὰ κάμης καὶ σύ. Ἀκούοντας τὸ παιδίον τέτοια θαύματα ζηλεύει καὶ λέγει; Ἄχ, πότε νὰ γίνω καὶ ἐγὼ ὡσὰν τὸν ἅγιόν μου! Διαβολικὸν κούρμπανο εἶνε νὰ πάρης ἕνα πρόβατο, νὰ τὸ μαγειρέψης καὶ νὰ κράξης τοὺς φίλους σου, τοὺς συγγενεῖς σου, νὰ τρώγετε, νὰ πίνετε, νὰ μεθᾶτε, νὰ ξερνᾶτε ὡσὰν τοὺς σκύλους. Αὐτὸ εἶνε τὸ διαβολικὸν κούρμπανο.
Άγιε του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών!