Αναγνώστες

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Πάντας ημάς συνήγαγεν...


Μερικές εξόδιες ακολουθίες είναι κάτι σαν πανηγύρι!!!
Υπάρχει ο πόνος του πρόσκαιρου αποχωρισμού, αλλά υπερτερεί η βεβαιότητα της Αναστάσεως, η προσμονή της αιωνιότητας, η χαρά της ολοκλήρωσης του βίου με την πληροφορία του καλού αγώνος.
"Τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα..."
Με το "Χριστός ανέστη" και το αναστάσιμο απολυτίκιο "Ότε κατήλθες προς τον θάνατον η ζωή η αθάνατος" προπέμψαμε τον αγαπημένο μας κ. Αντώνη ο οποίος αναπαυόταν γλυκύτατος, ως ωραίος κάλλει στη νεκροκλίνη του.
Και η ανθρώπινη δικαίωση ήρθε από το πλήθος των νέων ανθρώπων που προσήλθαν με λαχτάρα στην ακολουθία. Δάσκαλοι και μαθητές που τον θυμούνται με ευγνωμοσύνη και αγάπη ήταν εκεί για τον αποχαιρετισμό. Όλοι με δυνατές, θερμές, ευγνώμονες αναμνήσεις. 
Πάντας ημάς συνήγαγεν ο φίλτατος Αντώνιος. Βρεθήκαμε στο ναό της Αναστάσεως συνάδελφοι και συνεργάτες που είχαμε πολλά χρόνια να ιδωθούμε. Συναντήσαμε και μαθητές που τους αφήσαμε μικρά παιδιά και τώρα είναι φοιτητές ή τελειωμένοι επιστήμονες.
Η σύναξη στον "καφέ" ήταν ένα χαρούμενο σμίξιμο ανθρώπων αγαπημένων  που βρέθηκαν μαζί μετά από χρόνια!
Αλήθεια πόση χάρη και Χάρη έχει και σκορπά ακόμη και άπνους ο άνθρωπος του Θεού!!!!

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Καλό ταξίδι, κ.Αντώνη!!!



Δεν μπορώ να μη θυμηθώ απόψε τον κ.Αντώνη...
Η ψυχή του ταξιδεύει προς την ουράνια πατρίδα, την οποία πόθησε εξ όλης καρδίας.
Εύχομαι - αλλά και είμαι σίγουρη γι' αυτό - να τον αναπαύσει ο Κύριός μας εν χώρα ζώντων, εν σκηναίς δικαίων!!!
Τον γνώρισα στις 2 Δεκεμβρίου του 1983, την ημέρα που με κάλεσαν στα Εκπαιδευτήρια για να αναλάβω υπηρεσία στη θέση μιας συναδέλφου. Με καλωσόρισε μ' εκείνο το παιδιάστικο χαμόγελο που φώτιζε το όμορφο πρόσωπό του και με ενθάρρυνε με την πατρική αγάπη του έμπειρου δασκάλου. Συνεργαστήκαμε για πάνω από είκοσι χρόνια. Ήταν ο δάσκαλός μας. Μας καθοδηγούσε στη διδασκαλία των μαθημάτων, ιδίως των Μαθηματικών και της Έκθεσης. Γι' αυτά τα μαθήματα είχε εκπονήσει μια σειρά βοηθημάτων για όλες τις τάξεις του Δημοτικού. Τα Μαθηματικά γίνονταν παιχνίδι. Οι μαθητές μας πετούσαν!!!! Αλλά και στην Έκθεση η μέθοδός του ήταν άριστη!!!
Προετοίμαζε εμάς τους δασκάλους, αλλά έμπαινε και στις τάξεις μας για να κάνει αυτός το μάθημα! Δεν υπήρχε πιο ζωντανή ώρα. Όλα τα παιδιά συμμετείχαν με ενθουσιασμό! Η τάξη απογειωνόταν, χωρίς υπερβολή! Ακούραστος, χαρούμενος, ασταμάτητος!!!
Το γραφείο του πάντα ανοιχτό και καταδεκτικό σε παλιούς και νέους συναδέλφους. Ο καλός λόγος και ο καλός λογισμός σταθεροί του σύντροφοι. Ειλικρινές το ενδιαφέρον του όχι μόνο για τις τάξεις μας, αλλά και για τις οικογένειές μας. Δάσκαλος και πατέρας μας!!!
Την επόμενη χρονιά ήρθε στα Εκπαιδευτήρια και η σύζυγός του, η κ.Σταυρούλα. Και οι δυο πρόσφεραν τη ζωή τους. Άπειρος μόχθος, άπειρος χρόνος, άπειρη αγάπη προς όλους μας. Βοήθεια στα μαθήματα, στις γιορτές, στα σεμινάρια γονέων, κατασκηνώσεις, εκδρομές! Μια ολόκληρη ζωή σφραγισμένη από το ζεύγος Αντώτσιου.
Με πολλή ευγνωμοσύνη τους φέρνω απόψε στη θύμησή μου.
Καλόν Παράδεισο, κ.Αντώνη!
Καλή δύναμη, κ.Ρούλα! Δεν θα είναι εύκολο για σένα! Ήσασταν πολύ αγαπημένοι, ένα υπόδειγμα συζυγίας. Ο Χριστός μας ας σου χαρίσει παρηγορία!

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Η δίψα της ειρήνης


Αποτέλεσμα εικόνας για κοντογλου και ειρηνη

    Ο κακόμοιρος ο κόσμος διψά ειρήνη. Μα χωρίς την απομέσα ειρήνη, δεν μπορεί να γίνει ειρήνη εξωτερική.Χωρίς την ψυχική ειρήνη, η πολιτική και κοινωνική ειρήνη είναι ψεύτικη. 
    «Ειρήνην αφίημι υμίν, είπε ο Χριστός στους μαθητές Του κατά το Μυστικό Δείπνο, ειρή­νην την εμήν δίδωμι υμίν. Ου καθώς ο κόσμος δίδωσι, εγώ δίδωμι υμίν». Πρόσεξες για να δης καλά τί λέγει ο Χριστός; 
«Ου καθώς ο κόσμος δίδωσι, εγώ δίδωμι υμίν». «Δεν σας δίνω, λέγει, εγώ την ειρήνη που δίνει ο κόσμος», την ψεύτικη, την οργισμένη ειρήνη, την ανειρή­νευτη ειρήνη, την ειρήνη που στ' αληθινά δεν έχει ολότελα ειρήνη και ησυχία.  
Τέτοια είναι η ειρήνη που μπορεί να κάνη ο κόσμος, οι άνθρωποι, που τρώγονται με τα πάθη τους και που τους κατατρώγει η περηφάνεια, η ματαιοδοξία-φιλαργυρία, η σκληροκαρδία και η απονιά στους άλλους, η μανία της ακολασίας και η επιθυμία της καλοπέρασης. Όλα τούτα τα πάθη είναι οργισμένα και όχι ειρηνικά. Αυτά κάνουνε τους ανθρώπους να μαλώνουνε, να εχθρεύονται ο ένας τον άλλον, αυτά λιγοστεύουνε την αγάπη, που είναι δα πολύ λίγη ανάμεσά τους, και φέρνουνε την παραζάλη, την έχθρα, «την έριδα» που λέγανε οι αρχαίοι. Με άλλα λόγια, φέρνουνε τη βασιλεία του διαβόλου επί της γης, και όχι τη βασιλεία του Θεού, που είναι η ειρήνη.
    Ο Χριστός μας δίδαξε να λέμε στο «Πάτερ ημών» «ελθέτω η βασιλεία Σου». Μα ποιος πιστεύει στη βασιλεία του Θεού, παρεκτός από κάποιους λίγους, που τους έχει ο κόσμος για τρελούς;
 
    Ωστόσο, αυτός ο παραζαλισμένος κόσμος, ο βουτηγμένος στην αμαρτία, στις ηδονές, και στην ακολασία, αυτός ο κόσμος που πιστεύει μοναχά στον εαυτό του, και που δεν λογαριάζει καθόλου τον Θεό και τον νόμο Του, αποζητά την ειρήνη, θέλει να μείνει ήσυχος για να χαρεί τις αμαρτωλές επιθυμίες του, για να βουτηχθεί ως τον λαιμό μέσα στον μαύρο βούρκο. Δεν πιστεύει στα λόγια του Θεού που λέγεται «Άρχων ειρήνης», και που είπε με το στόμα του προφήτη «Αν ακούσετε τα λόγια μου, θα ήσαστε βλογημένοι και θα ζήσετε καλά. Μα αν δεν τ' ακούσετε αλλά πορευθείτε κατά τα πονηρά θελήματα της καρδιάς σας, θα σας καταφάγει η μάχαιρα». Αυτά τα κοροϊδεύει ο κόσμος, και τα λέγει παραμύθια.
    Και να, που ήρθε ο κόμπος στο χτένι. Η παραζάλη, γίνεται μέρα με τη μέρα χειρότερη. Ο πόθος της απόλαυσης έγινε μιαν άγρια τρέλα στους ανθρώπους, που τσαλαπατάνε ο ένας τον άλλον για να μη χάσουνε τις διάφορες φαρμακερές ηδονές, που ολοένα τις πληθαίνει ο σατανάς με τα πολύπλοκα μηχανήματά του, σαν τον ψαρά που βάζει στ' αγκίστρι του όλο και πιο ορεχτικό δόλωμα, για να τραβήξει τα λαίμαργα τα ψάρια και να τα ψήσει στη φωτιά να τα φάγει. 
 
    Ο μαμωνάς σκέπασε με τις σκοτεινές φτερούγες του τον κόσμο, και τον κουνά σαν νάναι κανένα κόσκινο, και όπως αναταράζεται το σιτάρι, χοροπηδάνε οι άνθρωποι μέσα στο κόσκινό του και δαγκάνει ο ένας τον άλλον, και εξοντώνει ο αδελφός τον αδελφό, λέγοντας: «Ο θάνατός σου, ζωή μου!». 
    Το ίδιο και τα μεγάλα κοπάδια των ανθρώπων, τα λεγόμενα έθνη, βλέπουνε τόνα τάλλο όπως βλέπει ο λύκος το πρόβατο, και λογαριάζει πότε θα μπόρεση να το πνίξη, να πιή το αίμα του, το μεγάλο να φάη το μικρό και τα μεγάλα να φάνε τόνα τάλλο.
    Να, λοιπόν, που αντί να έλθει η βασιλεία του Θεού, που μας είπε ο Χριστός να παρακαλούμε, ήρθε η βασιλεία του σατανά, του όφεως του αρχαίου, που ήτανε πάντα ανθρωποκτόνος, όπως λέγει το Ευαγγέλιο.
Ο διάβολος είναι ο εξουσιαστής απάνω στη διάνοια και στην καρδιά μας, και αυτός χαίρεται για τα έργα που κάνουμε, θέλοντας να βγάλουμε ο ένας το μάτι τ' αλλου­νού. 
    Ανάμεσα στα δολώματα που μας έβαλε, εκείνο που μας τραβά περισσότερο η μυρουδιά του, είναι το πετρέλαιο, αυτό το βρωμόνερο που βγαίνει από την πίσσα της κόλασης, που είναι μαύρο κατοικητήριό του. Και γύρω σ' αυτό το σιχαμερό δόλωμα μαζευτήκανε τα έθνη, μικρά και μεγάλα, και δαγκώνουνται, και σφάζουνται γι' αυτό δίχως έλεος. Και οι άνθρωποι γινήκανε τρελοί από κακία, γεμάτοι υποκρισία, μεγαλομανία, φιληδονία, πιστοί στρατιώτες του διαβόλου. Και μέσα σ' αυτή τη λύσσα που τους έπιασε, θέλουνε ν' απολάψουνε, οι ανόητοι, την Ειρήνη, που είναι δώρο του Θεού, και όχι του διαβόλου.
    Ο Θεός λείπει από τον κόσμο. Πουθενά δεν γίνεται το θέλημά Του. Ο Χριστός, πριν σταυρωθή, γύρισε και είδε την Ιερουσαλήμ, δηλαδή τον κόσμο, δακρυσμένος, και είπε: «Πόσες φορές θέλησα να μαζέψω τα τέκνα σου, σαν την όρνιθα που σκεπάζει με τις φτερούγες της, τα πουλιά της, και δεν θελήσατε: Ιδού αφίεται ο οίκος υμών έρημος». 
    Έρημος οίκος είναι: ο κόσμος σήμερα. Έρημος από ειρήνη. Μέρα-νύχτα στέκεται ανύσταχτο το μάτι της πονηρής ανθρωπότητας. Μέρα-νύχτα δουλεύου­νε οι εφευρέσεις της καταστροφής, τα συμβούλια του θανάτου. Και από τ' άλλο μέρος, οι καταδικασμένοι γλε­ντοκοπούνε, κυλιούνται στην ακολασία, κόλακες και δολοφόνοι, βλάκες και πονηρότατοι, χωρίς καρδιά, χωρίς ψυχή, χωρίς τίποτα από την εικόνα του Θεού. Όλοι παίρνουνε, κανένας δεν θέλει να δώση. Και όποιος δίνει, δίνει τον θάνατο. Σε κανένα καλό δεν συμφωνούνε, μα στο κακό, είναι όλοι θερμοί συνεργάτες.
    Η κυρά Επιστήμη, δηλαδή η ανθρώπινη γνώση, αυτή είναι το καινούριο είδωλο που λατρεύουνε οι άνθρωποι. Με τό ΄να χέρι προσφέρνει τα γιατρικά για να μη πεθαίνουμε οι άνθρωποι, και με τ' άλλο βαστά τη μπόμπα και τους φοβερίζει, μέρα-νύχτα. Αυτή η μπόμπα, ο καρπός του δέντρου της Γνώσεως, μόλεψε τον αγέρα, τα νερά, το αίμα των ίδιων των ανθρώπων που την εφεύρανε. Και αφού πρώτα, με πείσμα δαιμονικό, φαρμακώσανε την έμορφη πλάση του Θεού, τώρα φωνάζουνε κείνοι που κατασκευάσανε αυτή την καταραμένη μπόμπα: «Σώσετε την ανθρωπότητα! Σώσετε τον κόσμο! Γενεές γενεών θα πεθαίνουνε από κακές αρρώστιες!». Υποκριτές! Τώρα φωνάζετε, σαν τον Ιούδα που μετάνοιωσε αφού είχε πια σταυρωθεί ο Χριστός, και η μετάνοιά του δεν ωφελούσε πια κανέναν; Καλύτερα να τινάζατε τη γη στον αγέρα μια και καλή, παρά τώρα που φαρμακώσατε τα πάντα, και τα παιδιά μας, και τα εγγόνια μας θα τα θερίζει «σκληρός θάνατος και αργός».
    Άνθρωπε! Καμάρωσε τα κατορθώματά σου. Καμάρωσε το τετραπέρατο μυαλό σου, που καυχιότανε πως θά 'κανε παράδεισο τον κόσμο!

(Από το βιβλίο «Ο Φώτης Κόντογλου στην τρίτη διάστασή του», σελ. 124-127, 
έκδ. Ιερό Κοινόβιο ΟΣΙΟΥ ΝΙ­ΚΟΔΗΜΟΥ, Γουμένισσα 2003).