Μη δεν μπορούσε σαν Θεός να γεννηθεί σ' ένα πανέμορφο παλάτι,
τα Χερουβείμ να Τον υπηρετούν,
ανάστατη γι' Αυτόν να τρέμει όλη η πλάση;
Μη δεν μπορούσε σα Θεός τη φοβερή Του δύναμη στα σύμπαντα να δείξει,
κι ο άνθρωπος, το πλάσμα Του,
σιωπηλός κι εκστατικός να πέσει να Τον προσκυνήσει;
Μη δεν μπορούσε σα Θεός τις εξουσίες του κόσμου αυτού να αφανίσει,
άρχοντες, βασιλιάδες, στρατηγούς
μ' ένα Του νεύμα διαπαντός να καταργήσει;
Στ' αλήθεια -ποιος θα τό ΄λεγε- στ' αλήθεια δεν μπορούσε!
Η αγάπη Του , η άπειρη, η ακατάληπτη,
η αγάπη Τον εμπόδιζε, η αγάπη Τον κρατούσε, η αγάπη Τον ταπείνωσε!
Για μας τους άσημους θνητούς, τα χωματένια σκεύη,
για μας τους επιλήσμονες αχάριστους, τους κούφιους αλαζόνες,
σάρκα εντύθη χοϊκή, ως βρέφος εσπαργανωμένο στην αγκαλιά της Παναγιάς μας ώφθη!
Αγάπη ανώτερη απ' τη δύναμη που τον Θεό ταπείνωσες,
έλα και βρες μας, φώλιασε στην άφιλη ψυχή μας.
Αλλοίωσε την ύπαρξη, κατάργησε τα πάθη
και μην αφήνεις ίχνος, σπιθαμή του εγωισμού,
να κυβερνά, να διαφεντεύει τη ζωή μας! (Σ.Κ.)
Τὴν ἀπαρχὴν τῶν Ἐθνῶν, ὁ οὐρανός σοι προσεκόμισε,
τῷ κειμένῳ νηπίῳ ἐν φάτνῃ, δι᾿ ἀστέρος τοὺς Μάγους καλέσας·
οὕς καὶ κατέπληττεν, οὐ σκῆπτρα καὶ θρόνοι, ἀλλ᾿ ἐσχάτη πτωχεία·
τί γὰρ εὐτελέστερον σπηλαίου;
τί δὲ ταπεινότερον σπαργάνων;
ἐν οἷς διέλαμψεν ὁ τῆς Θεότητός σου πλοῦτος.
Κύριε δόξα σοι.
Ἥλιε Υἱέ, πῶς σε κρύψω τοῖς σπαργάνοις;
πῶς σε γαλουχῶ, πάσης φύσεως τροφέα;
πῶς σε χερσὶ κατέχω, τὸν κρατοῦντα τὰ σύμπαντα;
πῶς σοι ἀδεῶς ἐνατενίζω, ᾧ οὐ τολμᾷ ἐνατενίζειν τὰ πολυόμματα;
ἡ Ἀπειρόγαμος Χριστόν κρατοῦσα ἐφθέγγετο.
Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία...
Τεράστιο το μυστήριο!
Κι εμείς το έχουμε ευτελίσει σε φωτάκια, δεντράκια και ρεβεγιόν....